United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εξήλθε και επλήρωσεν εκλεκτού οίνου μικράν φιάλην, και εξηκολούθησεν η ψαλμωδία των μελωδικών ασμάτων του Δαμασκηνού. — Νά που σου ηύρα ζωντανά κεριά! Λέγει προς εμέ ο κυρ-Στρατής. Δεν θα ψάλης το «Μάγοι Περσών βασιλείςΚαι ενθαρρύνων με: — Εις υγείαν και των ζωντανών! κράζει, συγκρούων το ποτήριόν μου με το ιδικόν του. Ανεθάρρησα αιδούμενος μάλλον.

Η μια αδελφή μου, ο ένας ο θειος μου, η γυναίκα μου, κι' ο πατέρας μου, δε βρίσκονται πλειο στο δεφτέρι των ζωντανών, αλλ' είχαν ταξειδέψει για τ' ανεγύριστο ταξείδι του Κάτω-Κόσμου, απ' όπου ούτε γυρίζει κανείς ποτέ, ούτε γράμματα ή χαιρετίσματα έρχονται!

Πάρε με στον ευτυχισμένο τόπο για τον οποίο μου μιλούσες άλλοτε. Στον τόπο από τον οποίο δε γυρίζουν, όπου λαμπροί μουσικοί τραγουδούν ρυθμούς χωρίς τέλος. Πάρε με! — Ναι, θα σε πάρω στον ευτυχισμένο τόπο των ζωντανών. Πλησιάζει ο καιρός. Μήπως μένουν πεια κι' άλλες πίκρες να πιούμε; κι' άλλες χαρές; Πλησιάζει ο καιρός. Όταν έρθη το πλήρωμα του χρόνου, αν σε καλέσω Ιζόλδη, θάρθης;

Τάχα δεν ενόησαν ότι από παιδός δεν είχε τραφή με άρτον μόνον; Αι Γραφαί των ήσαν πλήρεις ζωντανών μεταφορών, και όμως δεν ηδύναντο να εξαρθώσιν εις ανωτέραν έννοιαν, και η μόνη ερμηνεία των ήτο ότι κάποιος Του έδωκε να φάγη. Πόσον σκληρόν πρέπει να ήτο δι' Αυτόν το να ευρίσκη συνεχώς μεταξύ των ιδίων εκλεκτών Του τοιαύτην ανικανότητα εις το κατανοείν!

Μια μέρα, ω φίλη, θα πάμε μαζύ στον ευτυχισμένον τόπο απ' όπου κανείς δε γυρίζει πίσω. Εκεί υψώνεται ένας μαρμάρινος άσπρος πύργος. Σε καθένα από τα χίλια παράθυρα του λάμπει αναμμένη λαμπάδα. Σε καθένα, τραγουδιστές παίζουν, και τραγουδάνε μελωδίες χωρίς τέλος. Ο ήλιος δε λάμπει εκεί, όμως κανείς δεν πεθυμάει το φως του. Είναι ο ευτυχισμένος τόπος των ζωντανών».

Ο καπετάν Γιάννης παρασταθείς και αυτός περί το τέλος της ιεράς εκείνης σκηνής, της οποίας είχεν οσφρανθή το ευώδες θυμίαμα διασκορπισθέν από της πρώρας εις όλον το πλοίον, δεν ηδυνήθη να κρύψη ένα δάκρυ και αυτός, μ' όλας τας φαιδράς και θυμήρεις έξεις των τρόπων του, και είπε λαμβάνων και αυτός από τα κόλλυβα: — Οι πεθαμένοι πολλαίς φοραίς έχουν ανάγκην των ζωντανών. Είναι αλήθεια!

Πού να τους εύρη εκεί κάτω; Εφρόντιζε με το συχνοβούτημα των ζωντανών ν' αναπληρώση τους νεκρούς. Δος του λοιπόν βουτιά στη βουτιά. Ατμός η μηχανή. Κ' έτσι όμως δεν έμενεν ευχαριστημένος· όλο γρίνια και φωνές: — Διαβολόσπορε!... Δούλευε το σταυρό σου! . . . Μέσα το θεό σου κεραταΐμκερατά! Αμή!... τις άγκουρες ήξερες να τις πετάς σαν χαλίκια, στους βιολιτζήδες!

Ανάμεσα στις τόσες νεκρές φιγούρες εκείνη του φάνηκε η μόνη ζωντανή ακόμη, τόσο ζωντανή που τα ζεστά του χέρια είχαν τη δύναμη να τον ανασηκώσουν, να τον ξαναφέρουν κατ’ ευθείαν στον κόσμο των ζωντανών.

Αφού ο Αράβιος έκαμε συνθήκας με τους απεσταλμένους του Καμβύσου, ιδού τι εμηχανεύθη· εγέμισε με ύδωρ ασκούς κατεσκευασμένους από δέρματα καμήλων και τους εφόρτωσεν επί ζωντανών καμήλων τας οποίας έφερεν εις την έρημον όπου περιέμεινε τον στρατόν του Καμβύσου. Και τούτο μεν είναι το μάλλον πιθανόν εξ όσων διηγούνται· πρέπει όμως να αναφέρω και το ολιγώτερον πιθανόν, καθότι λέγουσι και τούτο.