Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025
Περιέφερε και αύθις το βλέμμα προς τον κήπον, όπου ευρίσκετο εισέτι η Αϊμά. — Πώς βιάζεσαι τόσον, είπεν ο Γύφτος. Δεν θα σε φιλεύσωμεν κάτι; — Ευχαριστώ. — Ύπαγε, μωρή, να φέρης την φιάλην με το κρασί να κεράσωμεν τον μουστερήν, είπεν ο Γύφτος προς την γυναίκα του. Αλλ' ας είνε, κάθισε, πηγαίνω εγώ.
Ο παπάς εφορούσε τότε το επιτραχήλι, άνοιγε το Ευχολόγιον, κ' εδιάβαζεν επάνω εις την φιάλην του νερού τας «Ευχάς εις γυναίκα λεχώ». Η δε γερόντισσα έπαιρνε την φιάλην του νερού του διαβασμένου, επανέστρεφεν εν σπουδή, ταχύπους και ανυπόδητη, εις το βουνόν, εις το καλύβι, κ' ερράντιζε με το ηγιασμένον νερόν την λεχώ, το βρέφος, την κλίνην, το λίκνον, την γυναίκα την εκτελέσασαν χρέη μαίας, αν τοιαύτη υπήρχε, και τους άλλους όσοι τυχόν παρέστησαν εις τον τοκετόν, ως και όλον τον θάλαμον.
Η συντέκνισσα είχε φέρει από το καλύβι, εντός καλάθου, μίαν φιάλην γεμάτην . . . όχι γάλα, αλλά καθαρόν νερόν, από το αγίασμα των Ταξιαρχών, το αναβλύζον υπ' αυτό το ιερόν βήμα του εξοχικού ναΐσκου. Διηγήθη εν ολίγοις εις την πρεσβυτέραν ότι η κόρη της, η Κρατήρα, ήτις είχεν υπανδρευθή προ τριών ετών, εγέννησε την νύκτα αυτήν το δεύτερον παιδί της, αγόρι.
Ούτω εγίνετο ήσυχος ότι είχε την ευχήν της εκκλησίας, και, με την βοήθειαν του Χριστού και της Παναγίας, παν κακόν έφευγε τότε μακράν. Υπήρχεν ευσέβεια και εις τα βουνά. Μετ' ολίγον ήλθεν ο παπάς από την εκκλησίαν, ήκουσε την ιστορίαν από την συντέκνισσαν, έπιε την φασκομηλιάν του μ' ένα μικρόν δίπυρον, είτα έβαλε το επιτραχήλι, και εδιάβασε τας ευχάς. Η γυνή έλαβε την φιάλην του νερού και απήλθε.
Η γραία έδειξεν εις την Αμέρσαν την μικράν φιάλην με το ρακί, εις το μικρόν ράφι άνωθεν της εστίας, και της ένευσε να βάλη στο ποτηράκι, διά να πιή ο Κωνσταντής. — Δεν έχει κανένα σύκο; . . . ηρώτησεν ούτος, άμα έλαβε το ρακοπότηρον από την χείρα της γυναικαδέλφης του.
Κι αφού πλαγιάσης, το νερόν που έχει εδώ μέσα εις την φιάλην πάρε το· σταις φλέβαις σου αμέσως λήθαργος κρύος θα χυθή· θα παύση ο σφυγμός σου, θα παύση κ' η αναπνοή, και ζέστη δεν θα μένη να φανερόνη ότι ζης· θα μαρανθούν τα ρόδα ‘ς τα μάγουλα, ‘ς τα χείλη σου· κατάχλωμα θα γείνουν· κλειστά και τα παράθυρα θα ήναι των ματιών σου, ωσάν να εσκοτείνιασεν ο Χάρος την ζωήν σου· τα μέλη σου παράλυτα και καταναρκωμένα, ψυχρά, βαρειά κ' αλύγιστα ωσάν νεκρού θα ήναι.
Αύτη εκούσα άκουσα εγέμιζεν με έλαιον την φιάλην. — Να χαρής τα νειάτα σου, να ζήσης, να ιδής τέκνα τέκνων δεν σου βρίσκεται κανένα παληό υποκάμισο, καμμιά μαντήλα, κανένα μισοφούστανο... — Δεν μου περισσεύει τέτοιο πράγμα, έλεγεν η οικοκυρά. Μακάρι να είχα. — Για ψάξε, κόρη μου, ειμπορεί να ευρεθή. Κάμε τον κόπον. Η οικοδέσποινα εκούσα άκουσα της έδιδεν ημιτριβή τινα μανδήλαν.
Είχεν έλθει άρρωστον εις τον κόσμον. Από την κοιλίαν της μητρός του, η φθορά το είχε παρακολουθήσει . . . Την στιγμήν εκείνην, σπασμωδικός βήχας ηκούσθη, και τα ξυπνητά όνειρα, αι αναμνήσεις, διεκόπησαν. Εκινήθη επί της πενιχράς στρωμνής, όπου ήτο ανακεκλιμένη, έκυψεν επί του παιδίου, και επροσπάθησε να δώση εις αυτό πρόχειρον βοήθειαν. Επλησίασεν εις το φως του λύχνου μικράν φιάλην.
Επί τέλους, ήρχισε να κινή την φιάλην άνω και κάτω, ως αν είχεν αναγνώση επί της επιγραφής αυτής το στερεότυπον : «Ανακίνησον πριν ή λάβης». Η παντομίμα ήτο εις τοιούτον βαθμόν εκφραστική και υπερφυώς κωμική, ώστε δύο εκ των παρισταμένων φίλων του ασθενούς κατελήφθησαν υπό γέλωτος ακρατήτου και σπασμωδικού.
Ανέπτυξε κατά πρώτον και έστρωσε μέγα τετράγωνον τραπεζομάνδηλον, έργον των χειρών της, υφασμένον με κυανόλευκα λωρία στενά· παρέθηκε κατά σειράν καθαρά λευκά πιάτα, μαχαίρια και πηρούνια και ποτήρια, την αλατιέρα, ένα μέγαν λάζον ναυτικόν του Ποταμού διά τον διαμελισμόν του χοιριδίου· και έφερεν έν από τα αφράτα ψωμία της εορτής και φιάλην εκλεκτού οίνου μοσχάτου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν