United States or Mali ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βλέπων τα ράφια γεμάτα ψωμία, εις δε την τράπεζαν παρατιθεμένην κάτασπρην πίτταν, ωργίζετο, πλην εις βάρος του, διότι έτρωγεν αρπαχτά την ζεστήν πίτταν, — εζήλευε να τρώγη η Κρατήρα φρέσκο, και αυτός ξηροκόμματα, ως τα έλεγε τότε τα ψωμία από την ζήλειαν τουκαι έπιπτεν όλη εις το στομάχι του και παρεπονείτο την νύκτα.

Αλήθεια πώς τον πλακώσανε τα χιόνια τον Μπάρμπα-Σταύρο; Ηρώτησεν η φουρνάρισσα αποθέτουσα το ταψίον μετά του χοιριδίου επί τινος τραπέζης εκεί, από την ευωδίαν του οποίου ηνωχλήθησαν πρώτοι-πρώτοι οι δύο γηραιοί και παχείς γάτοι, οίτινες περιέσαινον επαιτικώς περί τους πόδας της τραπέζης εν αρμονική δυωδία. Προς το άκουσμα τούτο η Κρατήρα ανεκραύγασεν ως να την εδάγκασεν όφις.

Εγώ αναλύω διά των υπηρετουσών με θείων δυνάμεων τα σκληρότερα στοιχεία της φύσεως, τα συγκιρνώ με την κοχλάζουσαν λάβαν των στηθών μου, και τη προσφέρω τον κρατήρα μου υπερεκχειλίζονταΑποποιείται!

Κ' ενώ η Κρατήρα θλιβερώς έβλεπε την χιόνα ελθούσα εις το παράθυρον συμμαζευμένη εις την φανέλλαν της την καθαράν, ο μπάρμπα-Σταύρος προσεπάθει να ενδυθή τα τραχέα της εργασίας του ενδύματα, συνεχώς επαναλαμβάνων μετά φαιδρότητος. — Άιντε τώρατον φούρνο, Κρατήρα! — Δεν είνε τίποτα, παρετήρησεν η Κρατήρα, τώρα σε 'λίγο θα λυώση. — Ναι, καρτέρ' να λυώση! απήντησεν ο μπάρμπα-Σταύρος.

Στο τέλος 'ς 'ν απόλυσι, θέλησε ο κακόμοιρος να πάη πρώτος-πρώτος να πάρη αντίδωρο, και του πάτησε μια βρισιά ο δήμαρχος, που τον έκαμε τον κακόμοιρο απ' άσπρου. — Να σ' πω κουμπάρα. Κατάλαβες τίποτα; διέκοψεν αίφνης εγερθείς ο ποιμήν. — Τι; ηρώτησεν η Κρατήρα. — Δεν κατάλαβες τίποτα ακόμα; Νά! Και ωσφραίνετο ηχηρώς ο Κομποδήμος. — Ωχ!

Η Κρατήρα αφαιρέσασα τότε το τσόχινον μπαμπουκλί της και περιβληθείσα μίαν λευκήν και χονδρήν φανέλλαν, καταβαίνουσαν μέχρι της οσφύος, ήρχισε να παραθέτη την τράπεζαν εγγύς της πυράς επί του σοφά.

Δε σ' τάλεγα, Κρατήρα; Είπε προς την σύζυγόν του, εγερθείς την πρωίαν εκείνην ο μπάρμπα- Σταύρος, εννοήσας δ' εκ της νεκρικής σιγής των έξω ότι είχε χιονίσει. — Για τ' μοίρα μ' πλειο!

Αυτά 'πε και όλοι εδέχθηκαν τον λόγον του και είπαν ο ξένος να προβοδηθή, ότ' είχε ορθά μιλήσει• και ο Αλκίνοος προς τον κήρυκα• «Ποντόνοε, συγκέρνα εις τον κρατήρα το κρασί και μέρασέ το εις όλους, 50 όπως, αφού κάμουμ' ευχαίς προς τον πατέρα Δία, τον ξένον προβοδήσουμετην γη την πατρική του».

Η Κρατήρα ωχρά πλέον και αυτή, δεν εγνώριζεν εις ποίον να ρίψη το πταίσιμον.

Η Κρατήρα όμως το έκαμνε και από επίδειξιννοικοκυρά αυτή με τόσα περιβόλιααλλά ηρέσκετο και εις την φλυαρίαν των φούρνων. Διότι, ως γνωρίζετε, εις τα χωρία υπάρχουσι καφενεία διά τους άνδρας, και φούρνοι διά τας γυναίκας.