Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Τρέξιμο αν πεις κατόπι, τον Ίφικλο έκανα απ' ασπρού πούχε άφταστα τα πόδια. Και πάλε εγώ στο ρήξιμο του φράξου βγήκα πρώτος. 638 Να τι είμουν τότες. Τώρα οι νιοι ναν τις κοιτάξουν πρέπει 643 τέτιες δουλιές, κι' εγώ καιρός τα γερατιά να βόσκω.

Η διακοσμητική του αξία είναι φυσικά η ίδια που είναι και του άσπρου ή του χρυσαφιού η αξία· μπορεί να χωρίζη και ν' αρμονίζη τα χρώματα. Στα νεώτερα θεατρικά έργα το μαύρο φράκο του ήρωα γίνεται μοναχό του σπουδαίο και πρέπει να του δίνεται ένα κατάλληλο φόντο. Σπάνια όμως του δίνεται.

Επί τέλους εγύρισε με συστολήν να ιδή τι λέγουν τα άλλα άνθη διά την τιμήν και την ευτυχίαν της επισκέψεως της κίχλας. Οι λαλέδες εστέκοντο ακόμη πλέον τεντωμένοι από πριν, και ήσαν κατακόκκινοι από τον θυμόν των. Αι δε δενδρομολόχαι εζάρωναν, και αν είχαν φωνήν θα έκαμναν απ' ασπρού το ταπεινόν χαμόμηλον.

Έμαθε ότι σε τρεις ημέρες, η Βασίλισσα Ιζόλδη, ο Βασιληάς Μάρκος, όλη του η ακολουθία, οι ιπποκόμοι, οι κυνηγοί θάφηναν το Τινταγκέλ για να εγκατασταθούν στο Παλάτι του Άσπρου Κάμπου, όπου μεγάλα κυνήγια είχαν προετοιμαστή. Τότε ο Τριστάνος εμπιστεύτηκε στη Βασίλισσα το δαχτυλίδι με το πράσινο πετράδι και το μήνυμα που θα πήγαινε στη Βασίλισσα.

Στο τέλος 'ς 'ν απόλυσι, θέλησε ο κακόμοιρος να πάη πρώτος-πρώτος να πάρη αντίδωρο, και του πάτησε μια βρισιά ο δήμαρχος, που τον έκαμε τον κακόμοιρο απ' άσπρου. — Να σ' πω κουμπάρα. Κατάλαβες τίποτα; διέκοψεν αίφνης εγερθείς ο ποιμήν. — Τι; ηρώτησεν η Κρατήρα. — Δεν κατάλαβες τίποτα ακόμα; Νά! Και ωσφραίνετο ηχηρώς ο Κομποδήμος. — Ωχ!

Διαβαίνει το Μακρύνορο, διαβαίνει τη Φλωριάδα, Και χύνεταιτα χειμαδιά του Βάλτου τα μεγάλα 'Σάν τ' Άσπρου τα πολλά νερά θολά, κατεβασμένα Κι' όπου περνάει αφίνει ερμιά, κι' αυλάκια στερφεμένα Κι' ολούθε σκλάβους παίρνει Κι' αρμάθες 'σάν ο Χάροντας 'ς τ' ασκέρια του τους σέρνει.

Η αγάπη του κρυφά τον συντυχαίνει. — Χωρίς ελπίδα, αφώτιστοι, θολοί, σκοτεινιασμένοι Πέρασαν χρόνοι ολόβολοι, και τώρα που σιμόνει Να φέξη η αυγή μας η γλυκειά, κι' η πίκρες μας, οι πόνοι Να σβύσουν σαν τη καταχνιά, βογγάς, καλέ μου, ακόμα; — Καϋμένη, δεν με κλαις και συ! του γάμου μας το στρώμα Τάχα σαν πού ονειρεύεσαι;... Είν' τα βουνά ψηλά, Το ρέμμα του Άσπρου είνε βαθύ, κι' ολόγοργο κυλά Κι' ούτε θεμέλιο στέριωσαν ως σήμερα οι μαστόροι.

Από τ' αριστερό τραπεζάκι, που χρησίμευε και για μικρό γραφείο με σωρούς βιβλίων απάνω του μ' ένα καλαμάρι, και δυο τρία δεκάρια άσπρου χαρτιού, ο κυρ γιατρός του φαρμακείου, ένας γέρος μεγαλόσωμος διαβάζοντας από πολλή ώρα την «Ακρόπολη», χωρίς να καλοσηκώση το κεφάλι του, αποκρίθηκε στενοχωρημένα, φυσώντας με τα πλατειά ρουθούνια του: — Ε! ποιος με ζητάει; εδώ είμαι!

Και όμως η κάκω η Μήτραινα έσχισε τα ρούχα της, άμα έμαθε, ότι της ξέγραψε ο προεστός το παιδί της, και πήγε στο σπίτι του και τον έκανε απ' ασπρού. — Ακούς εκεί, έλεγε βγαίνοντας από του προεστού, να μου σβήση το παιδί μου! Τι τον μέλλ' αυτόν, σαν πληρόνω εγώ; Να σβήσ' το κεφάλι του ο παλιάνθρωπος! Κακό χρό... να μην έχη!

Διαμάντια, ασήμι μάλαμα και βιο δε σου ζητούσα, Τάμμα την κόρη σου ήθελα οπού την αγαπούσα. Και τώρα που το στέριωσα, θα πάω να την ευρώ. Και πάει και ρίχνεται κι' αυτός μέσ' 'ς τ' Άσπρου το νερό. 'Στήν άκρη του γιαλιού ξανθή καθέται κόρη Κι' ωρηόπλουμο λευκό χρυσοκεντάει μαντήλι, Μαντήλι του γαμπρού του γάμου της κανίσκι, Την θάλασσα κεντάει με τα νησιά της όλα.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν