United States or Sweden ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τόσο καθαρόν ήτο και τόσο σ' εγοήτευσε. θέλω λοιπόν ν' ακούσω τι ήτο αυτό το όνειρον, το οποίον σ' έκαμε τόσον ευτυχή. ΜΙΚ. Σου λέγω ευχαρίστως, διότι μου είνε ευχάριστον να το ενθυμούμαι και να μιλώ γι' αυτό. Αλλά συ, Πυθαγόρα, πότε θα μου διηγηθής τας μετεμψυχώσεις σου; ΠΕΤ. Όταν παύσης να ονειρεύεσαι και σπογγίσης από τα μάτια σου το μέλι.

ΠΕΤ. Πρώτα να μου διηγηθής, Μίκυλλε, τι συνέβη εις του Ευκράτους, πώς επεράσατε εις το δείπνον και όλα τα καθέκαστα του συμποσίου• έτσι θα δειπνήσης δύο φορές, μίαν πραγματικώς και μίαν διά της φαντασίας, σαν να ονειρεύεσαι και ν' αναμασάς εις την μνήμην σου εκείνα που έφαγες. ΜΙΚ. Εφοβούμην μήπως σε ζαλίσω με αυτάς τας διηγήσεις• αλλ' αφού το θέλεις, θα σου διηγηθώ.

Κι ως τόσο μύριους και μύριους ζωντανοθαμμένους να ονειρεύεσαι, αρίθμητους πλακωμένους και να βογκούνε, πάλε δε θα σου παρασταίνουν το βογκητό της καρδιάς μου. Αχ Κωσταντάκη μου, Κωσταντάκη! Έφυγες, και πια δε θα ξανάρθης στη μάννα σου. Έρμη την αφήκες και δίχως παιδί στο πλευρό της. Τρέλλα, τρέλλα με πιάνει! Ας έρθη κι ας με πάρ' η τρέλλα στα τετράνοιχτά της φτερά, κι ας με σύρη στανάθεμα!

Εκείνα που ημπορούν βέβαια. — Και εσύ το ίδιον; — Κ' εγώ το ίδιον. — Τα ρούχα που φορούμε τα βλέπεις; — Τα βλέπω. — Ώστε τα ρούχα μας ημπορούν να βλέπουν. — Και θαυμάσια μάλιστα, είπεν ο Κτήσιππος. — Και τι βλέπουν; — Τίποτε βλέπουν· εσύ όμως είσαι αρκετά αστείος, που να νομίζης ίσως, πως δεν βλέπουν· αλλά μα την αλήθειαν, Ευθύδημε, μου φαίνεται πως εσύ ξύπνος ονειρεύεσαι, και αν είναι δυνατόν να ομιλή κανείς χωρίς να λέγη τίποτε, εσύ θαρρώ πως το κατορθώνεις αυτό περίφημα.

Τέλος απέρχονται πάντες, και ο υποψήφιος μένει μόνος μετά του Χασάν. Καθ' οδόν. — Τα είδες τα; λέγει μαδών τον πώγωνά του ο απαισιόδοξος Γιακούπ· πάλιν μυστικά έχει ο Χασάν. — Αμ· τα ξεύρομε δα τα μυστικά του..... — Και πως τα ξεύρομε, τι βγαίνει; Αυτός τραβάει τον παρά, κ' εμείς μετρούμε τους πούντους. — Ουφ, καϋμένε Γιακούπ, όλο πήταις ονειρεύεσαι! — Και δεν τρώγω ουδέ σημίτι. Αύτη είνε η γλύκα.

Θα την δέσετε με σχοινιά; είπε ψυχρώς ο Πρωτόγυφτος. — Όχι, φίλε. Δυνάμεθα να την φυλάξωμεν, τόσοι άνθρωποι ένοπλοι. — Είσθε πολλοί; — Είμεθα οκτώ. — Έξ βλέπω, είπεν ο Πρωτόγυφτος. — Οι άλλοι δύο φυλάττουσι τα υποζύγια. — Πού είνε; — Ιδού αυτοί. — Ποίοι είνε αυτοί, πατέρα; ηρώτησεν ο Μάχτος, εγερθείς και πλησιάσας εις την θύραν. — Κοιμήσου, Μάχτο, είπεν αυστηρώς ο Πρωτόγυφτος. Μην ονειρεύεσαι;

Ή ώφειλον να τον εκλάβω ως παράφρονα, ή έμελλον εγώ να παραφρονήσω. Τόσον αλλόκοτος μοι εφαίνετο η ισχυρογνωμοσύνη του. — Μήπως είν' εκεί; ηρώτησε, δείξας μοι τα θυρόφυλλα του κοιτώνος σου, δι' ων εφαίνετο φως. — Μη ονειρεύεσαι; Δεν είνε κανείς, σου είπα. Εκ της αλλοκότου θρασύτητος του αγνώστου είχον εξαφθή εις το έπακρον.

ΠΕΤ. Πάμε, αν θέλης, εις τον δικόν σου τον Ευκράτην.-Ιδού ήνοιξε και αυτή η θύρα• ώστε πάμε μέσα. ΜΙΚ. Όλα αυτά προ ολίγου ήσαν δικά μου. ΠΕΤ. Ακόμη ονειρεύεσαι τα πλούτη; Λοιπόν κύτταξε τον Ευκράτην τι παθαίνει από τον δούλον του, γέρων άνθρωπος. ΜΙΚ. Τι αίσχος και ατιμία τερατώδης! Και από το άλλο μέρος η γυναίκα του τον κερατόνει με τον μάγειρον.