United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ λοιπόν αυτά, ακούσας και ειπών, και ρίψας τρόπον τινα ως βέλη, εθεώρουν αυτόν τρωθέντα· και εγερθείς, χωρίς να του δώσω καιρόν να ειπή τίποτε άλλο, εφόρεσα το ιμάτιον τούτοδιότι ήτον χειμώνκαι κατεκλίθην υπό τον τρίβωνα αυτού, περιβαλών δε διά των χειρών τον αληθώς δαιμόνιον και θαυμαστόν τούτον άνδρα, έμεινα μαζί του όλην την νύκτα.

«Και εγερθείς επορεύθη προς τον πατέρα αυτού. Έτι δε αυτού πόρρω απέχοντος, ο πατήρ είδε και εσπλαγχνίσθη επ' αυτόν, και δραμών έπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν! Είπε δε αυτώ ο υιός, Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, και ουκ ειμί άξιος κληθήναι υιός σου. Είπε δε ο πατήρ τοις οικέταις.

Με ολίγον θα περιπτυχθώσιν αλλήλους γνωστοί και άγνωστοι, θα ενωθώσιν εις ένα κοινόν ασπασμόν. Μακράν την ημέραν εκείνην αι έχθραι και τα μίση, εις όλων δε τα χείλη πρέπει ν' ανθή η θεία και κοσμοσώτειρα φράσις « Αγαπάτε αλλήλους. . . .» Βαρύς στεναγμός παραπόνου εξήλθεν από τα πονεμένα στήθη του Κλέωνος και εγερθείς ησυχώτερσς, έρριψε το βλέμμα του διά του παραθύρου εις την οδόν.

Θα την δέσετε με σχοινιά; είπε ψυχρώς ο Πρωτόγυφτος. — Όχι, φίλε. Δυνάμεθα να την φυλάξωμεν, τόσοι άνθρωποι ένοπλοι. — Είσθε πολλοί; — Είμεθα οκτώ. — Έξ βλέπω, είπεν ο Πρωτόγυφτος. — Οι άλλοι δύο φυλάττουσι τα υποζύγια. — Πού είνε; — Ιδού αυτοί. — Ποίοι είνε αυτοί, πατέρα; ηρώτησεν ο Μάχτος, εγερθείς και πλησιάσας εις την θύραν. — Κοιμήσου, Μάχτο, είπεν αυστηρώς ο Πρωτόγυφτος. Μην ονειρεύεσαι;

Εν τούτοις ο παππά Νάρκισσος εγερθείς εισήλθεν εις τον κοιτώνα, έφερεν εκείθεν το προσκέφαλόν του, το έθεσεν επί του καναπέ, έκλεισε και το άνω φύλλον της θύρας διά να γείνη το δωμάτιον σκοτεινόν και δροσερόν, και εξηπλώθη εις τον καναπέν.

Την ώρα που λέει αυτόν τον λόγον ο παππάς, την ορμηνεύει να πη μέσα της τρεις φοραίς: «Αστοχιά στο λόγο σου, παππά μ', δάκω τη γλώσσα σου». Εγέλασαν όλοι και αυτή η Σπληνογιάνναινα. Ό Λάμπρος εγερθείς μετά την παρατήρησιν ταύτην, επλησίασεν ως την θύραν, όπου εστάθη επί τινα λεπτά, ως να εσκέπτετο αν έπρεπε ν' απέλθη. Αλλ' ουχ' ήττον επανήλθε πάλιν εις την θέσιν του και εκάθησεν.

Εγερθείς από του καταυλισμού του, λίαν πρωί, ο Ιησούς επέστρεψεν εις την πόλιν και τον Ναόν και καθ' οδόν επείνασεν.

Όταν εν τη ρύμη του λόγου τον ηρώτησα τι φρονεί περί του κόμματος των λεγομένων νεοτούρκων εν Κωνσταντινουπόλει, εγερθείς έκλεισε την θύραν του δωματίου.

Στο τέλος 'ς 'ν απόλυσι, θέλησε ο κακόμοιρος να πάη πρώτος-πρώτος να πάρη αντίδωρο, και του πάτησε μια βρισιά ο δήμαρχος, που τον έκαμε τον κακόμοιρο απ' άσπρου. — Να σ' πω κουμπάρα. Κατάλαβες τίποτα; διέκοψεν αίφνης εγερθείς ο ποιμήν. — Τι; ηρώτησεν η Κρατήρα. — Δεν κατάλαβες τίποτα ακόμα; Νά! Και ωσφραίνετο ηχηρώς ο Κομποδήμος. — Ωχ!

Έμεινα επί πολλήν ώραν έκπληκτος, ανασκοπών εν εμαυτώ την οπτασίαν ταύτην. Εγερθείς δε, εύρον εμαυτόν αλλοίος ή οίος ήμην πρότερον. Το βήμα μου κατέστη ως υπόπτερον, και η διάνοιά μου ήτο διαυγής, ως να κατωπτρίζετο εν εαυτή η περικαλλής μορφή της θεάς. Σήμερον δε συναντιλήπτορας μόνον ζητώ, όπως εκτελέσω την επιτραπείσαν μοι εντολήν.