United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ψηλά στην πρασινοστόλιστη ταράτσα ολόρθη, αχνή και λυπημένη στέκεται η κόρη σαν ολοζώντανο μάρμαρο του Παράπονου, με καρφωμένα τα ματάκια της απάνω του.

Μήπως δεν περιεφρόνησε και την εξουσίαν μου και την ιδικήν σου, και παρά την θέλησίν μου, αφού ο ιδικός σου αγών ήτο και ιδικός μου; Ως προς την υπόθεσιν ταύτην αι προς σε επιστολαί μου σε καθησύχασαν. Αν όμως θέλης να προκαλέσης έριδα και δεν έχης άλλην αφορμήν, μη την ζητής διά του παραπόνου τούτου.

Ο Λάζαρος είχε αποθάνη την αυτήν ημέραν ότε ο Ιησούς είχε λάβη το άγγελμα περί της ασθενείας του· δύο ημέραι είχον παρέλθη ενώ ηργοπόρει εις την Πέραν του Ιορδάνου, η τετάρτη κατηναλώθη εις την οδοιπορίαν. Η Μάρθα δεν ηδύνατο να εννοήση την θλιβεράν ταύτην βραδύτητα. «Κύριε, είπε, με τόνον παραπόνου, εάν ήσο εδώ, δεν θα απέθνησκεν ο αδελφός μου.

Σαν αποδιορίσθηκαν τα υποκείμενα, οπού θελά ταξίδευαν, εκρίθηκε εύλογον κ' εδώ, για να μη προξενηθή αιτία παράπονου σε κανένα, πως του εδώθηκε δουλιά μεγαλύτερη από την δύναμή του, να ρίψουν λαχνόν, και έτζι επήρε ο καθε Λογιότατος το μέρος, οπού του επρόσφερε η τύχη.

Λες για τα δικά μου χέρια πως είνε τρυφερά; είπε μετά διακριτικού παραπόνου ο Μαθιός. — Τότε έρχεσαι να κάμουμε πανιά, καθώς λέει και το τραγούδι; επρότεινε παιγνιωδώς η νεαρά γυνή. — Με τι; Και ακουσίως εκύτταξε το πάλλευκον κολόβιόν της. Η Λιαλιώ εγέλασε και ακούμβησεν εκ νέου εις την πρύμνην.

Και δεν είχε άδικον. Ουδέποτε πλέον του εδόθη η παραμικρά αφορμή παραπόνου κατά της συζύγου του. Τα σχόλια δεν έλειψαν και επί του ζητήματος τούτου. Το εβασάνισαν ποικιλοτρόπως, χωρίς εννοείται να το λύσουν. Μετά τινας ημέρας ο γέρων Φ. με λέγει. — Δε ξέρεις δα· σήμερα ωμίλησα διεξοδικώς με τον σκεπτικόν μας περί προλήψεων και μου εφάνη πως άρχισε ν' αλλάζη γνώμην. Πώς; ηρώτησα.

Υπό το κράτος του αισθήματος τούτου, όταν μετά την αναχώρησιν της επισκέψεως προσήλθεν η Χριστίνα κάπως δειλή, μαγκωμένη και πιστεύουσα ότι είχε μεγάλην ανάγκην ν' απολογηθή και να μ' εξευμενίση, αντί πάσης παρατηρήσεως ή παραπόνου έτρεξα να την ασπασθώ ολοψύχως, λέγων προς αυτήν «Μη σε μέλη». Η έκπληξίς της υπήρξε μεγάλη.

Και μόνον εις τον σεσαθρωμένον της Μιλάχρως οίκον αγρυπνεί η δυστυχία και η κακομοιριά, ως να μη δύναται ούτε μίαν ημέραν ολόκληρον να καταυλισθή κ' εδώ η ευτυχία, και διαρρέει, νομίζεις, ως ύδωρ από τας οπάς και τας χασμάδας των τοίχων και των θυρίδων του χαλάσματος εκείνου. — Ο σερσέμης! υβρίζει η Μιλάχρω. Κ' ενίοτε αποτεινομένη μετά παραπόνου λέγει προς τον Μπάρμπα- Δήμαρχον.

Αλλά μεθ' όλον τούτο η βασιλεία του επεκυρώθη, και ήλθεν οπίσω διά να τιμωρήση τους εχθρούς του, και ανταμήψη τους δούλους του αναλόγως προς την πίστιν των. Είς άπιστος υπηρέτης, αντί να μεταχειρισθή το τάλαντον το δοθέν αυτώ, το είχε κρύψει, και το επέστρεψε μετ' αδίκου και υβριστικού παραπόνου περί της αυστηρότητος του κυρίου του.

Με ολίγον θα περιπτυχθώσιν αλλήλους γνωστοί και άγνωστοι, θα ενωθώσιν εις ένα κοινόν ασπασμόν. Μακράν την ημέραν εκείνην αι έχθραι και τα μίση, εις όλων δε τα χείλη πρέπει ν' ανθή η θεία και κοσμοσώτειρα φράσις « Αγαπάτε αλλήλους. . . .» Βαρύς στεναγμός παραπόνου εξήλθεν από τα πονεμένα στήθη του Κλέωνος και εγερθείς ησυχώτερσς, έρριψε το βλέμμα του διά του παραθύρου εις την οδόν.