United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήθελε να τον μισή μολαταύτα: δεν την είχε περιφρονήσει κατά ένα χυδαίο τρόπο; Ήθελε να τον μισή. Και δεν μπορούσε. Και η καρδιά της ήτανε θυμωμένη για την τρυφερότητα αυτή, την πειο οδυνηρή από το μίσος. Με αγωνία τους παρατηρούσε η Βραγγίνα. Και πειο σκληρά ακόμη βασανιζότανε αυτή, που μόνη ήξερε τι κακό είχε κάμει.

Κλεισμένος στο κελλί το σφαλιστόδεν έφυγα τον κόσμο και ασκητεύω, με διώξαν από εκεί σαν περιττότη ζωή λαχταρώντας αγναντεύω. Τη ζωή που έχω ζήσει· δεν περνά σε αχνές γλυκές μορφές και με πλανεύει, με την παλιά της δύναμη ξυπνά κι όλη μέσα μου πάλι ζωντανεύει. Και, όπως ξεσπάζει ξαφνική βροχή, γητέματα, χαρές, πάθη και μίση ορμούν μεμιάς, γεμίζουν την ψυχή, τίποτε η λήθη ως να μην έχη σβήσει.

ΛΑΕΡΤΗΣ Ω Αμλέτ', εδώ την έχεις· Αμλέτε, σκοτωμένος είσαι, ουδέ κανένα ιατρικότον κόσμον να σε ιάνη αξίζει· ώρα μισή ζωήςεσέ δεν απομένει· αυτό 'πού σφίγγεις είναι τ' όργανο του φόνου, ακούμπωτο, φαρμακωμένο· ιδού το μαύρο μηχάνημα οπού σπατην κεφαλήν μου· ιδού με κείτομαι χάμω εδώ να μη σηκωθώ πλέον· από φαρμάκι και η μητέρα σου πεθαίνει· άλλην δεν έχω εγώ πνοήν· ο Βασιλέας — ο Βασιλέας είναι ο πταίστης.

Ένα βλέπω κ' ένα ξέρω, πως κάθε λαός έχει χρέος ναληθέψη . Δε φτάνει που ζη, πρέπει κ' οι άλλοι να το δούνε και για να το δούνε, πρέπει το έθνος να φανή εκείνο που είναι, να μην περνάη σαν τόνειρο, παρά να γίνη αλήθεια, δηλαδή να κάμη αλήθεια και την ψυχή του και το νου του και τα όνειρα του, μ' ένα λόγο, ζη μόνο σαν αληθέβει. Μισή αλήθεια όμως δεν έχει. Θέλει αλήθεια γερή.

Ο Γαυλωνίτης Ιούδας εχάθηκε χωρίς ν' ανορθώση τον Νόμο και να προφυλάξη από τη μάταιη σπατάλη των ανθρώπων τους αναφαίρετους τίτλους του Ιεχωβά. Της Επαγγελίας η γη, χωρισμένη σε βασίλεια και τοπαρχίες, κατατρώγεται από τον εμφύλιο σπαραγμό, ματώνεται από τα μίση των τέκνων της, σαν να την βαραίνει ακόμα η απείθεια των προγόνων στην έρημο του Σιν. Κόλαση έγεινεν ο ποτέ Παράδεισος.

Το δράμα πλέκεται μέσα στην ψυχή του ήρωα, συνταιριασμένο με τα εθνικά μας τα μίση, δεξιά, πρωτότυπα. Κριτικός από τους νεώτερους και προσεχτικότερους ανάμεσό μας, ο κ.

Αισθάνομαι ακόμη πόσον συμπαθητικόν μου ήτο, όταν για πρώτη φορά εισήλθα εκεί ακριβώς ένα μεσημέρι, είχα ελαφρόν προαίσθημα οποία σκηνή ευδαιμονίας και λύπης έμελλε να μου γίνη το δάσος αυτό. Εχάρηκα για μισή σχεδόν ώρα ακόμη τις φλογερές γλυκείες σκέψεις του αποχωρισμού, και του ξαναϊδωμού κατόπιν, όταν τους άκουσα να ανεβαίνουν προς το επάνω μέρος του περιβολιού.

Τέτοια γλώσσα, παιδιά μου, άσκημη γλώσσα, γλώσσα μισή, γλώσσα του εγωισμού, ανύπαρχτη γλώσσα, η Ομορφιά δεν τη θέλει, δεν τη θέλει η Καλοσύνη, δεν τη θέλει η Αγάπη. Μα μήτε η ορθή κρίση δεν τη θέλει. Για να το συλλογιστούμε και μια στιγμή. Εδώ δε χρειάζουνται και τόσα λόγια.

Επήγαινε πάντα μοναχός, εμιλούσεν, εχειρονομούσε πότε δυνατά και ωργισμένα, πότε κουφά και φοβισμένα σαν να ήταν συνωμότης του εαυτού του. Και κάθε ηλιοβασίλεμα εξεκινούσεν από το σπίτι του που ήταν στη Χηρόλακκα ψηλά, εγλύστραγεν αμίλητος στην αγορά, εκατέβαινε στο λιμάνι, έστεκε κατάνακρα στ' ορθολίθι, εκύταζε τη θάλασσα. Εκύταζε κάπου μισή ώρα.

ΚΕΝΤ Ω καρδιά μου, σχίσου, καρδιά μου, ράγισε! ΕΔΓΑΡ Ω! Άνοιξε τα 'μάτια, αυθέντα! ΚΕΝΤ Μη τον τυραννείς! Ας ησυχάση πλέον! Πρέπει κανείς να τον μισή διά να προσπαθήση να τον τεντώσητον σκληρόν τον φάλαγγα του βίου ακόμη περισσότερον! ΕΔΓΑΡ Απέθανε τω όντι! ΚΕΝΤ Το θαύμα είναι ως εδώ, κ' εις τόσα, πώς ν' ανθέξη! Παρέζησεν. Ο Θάνατος τον είχε λησμονήσει.