United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΣΕΒΑΣΤ. Γιατί λοιπόν δεν βαραίνει ως και τα βλέφαρά μας; Εγώ δεν νυστάζω. ΑΝΤΩΝ. Ούτ' εγώ· τα λογικά μου είν' ελαφρά. Έπεσαν όλοι μαζή σαν ματιαγμένοι· τους έρριξε χάμου σαν αστροπελέκι.

Σας βαραίνει το δισάκι; Είναι γεμάτο χρυσάφι; Κάνατε περιουσία στα κρυφά∙ πονηρός που είστεΚάθισε και ακούμπησε το δισάκι καταγής, και κοίταζε την Γκριζέντα, και η Γκριζέντα τον κοίταζε πονηρά δίνοντάς του να καταλάβει ότι ήξερε την αλήθεια. «Όμως κι εμείς, μπαρμπα-Έφις, κι εμείς, εγώ και ο Τζατσίντο, κάτι θα κάνουμε.

ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Το βάρος της καρδιάς σου, ΡΩΜΑΙΟΣ Και όμως η αγάπη σουαυτό παραστρατίζει. Η λύπη πώχω, αρκετά το στήθος μου βαραίνει, και τώρα με την λύπην σου το βάρος του πληθαίνει. Το αίσθημα που μ' έδειξες, την πίκραν πλημμυρίζει που μου γεμίζει την καρδιάν την πολυπικραμένην.

Να την ξεχάσω θέλω, αλλά την μνήμην μου βαρειά μου την καταπλακόνει, καθώς τον νουν αμαρτωλού βαραίνει αμαρτία. Είν' ο Τυβάλτης έκραξε, νεκρός, και ο Ρωμαίος εξωρισμένος! Η φωνή αυτή, εξωρισμένος, μου ήλθε 'σαν να έσφαξαν Τυβάλτιδες χιλίους.

Όσω για την γυναίκα αυτή, θα σε παρακαλέσω σε ένα άλλον Θεσσαλόν να τήνε δώσης, σε ένα που να μην έπαθε κι' αυτός ό,τι εγώ έχω πάθει. Έχεις εσύ φίλους πολλούς Φεραίους, μη θελήσης να ζωντανεύη η ανάμνησις της συμφοράς μου. Είναι αδύνατον, στο σπίτι μου βλέποντας την γυναίκα να μείνω αδάκρυτος. Με φθάνει η λύπη που βαραίνει την πονεμένη μου ψυχή.

Άνοιξε, ουρανέ, και δες μας, και πες αν είδες λείψανα να βγαίνουν από σπίτι με τόση θλίψη, αν άκουσες ποτές σου πικρότερα μυρολόγια. Πες μου αν είδες μάννα να τη σφάζη μεγαλήτερος πόνος, σαν κι αυτή τη μάννα, που άλλο κρίμα δεν τη βαραίνει παρά η αγάπη του πρωτογέννητου τ' αγοριού της, αγάπη, που για χάρη της στέλνω τη μονάκριβή μου στα μαύρα τα ξένα.

Η τρίχες όσο βρέχουνται το σώμα του βαραίνει, Και ήταν κοντά να νεκροθή, που αυτά τα λόγια κρένει. 200 » Μ' αυτό σου, Φουσκομάγουλε, το κάμομα, μη ελπίσης » Τον καρδιογνώστην Ουρανό ποτέ σου ν' απατήσης. » Με πονηριά και με ψευτιά φιλία πρώτα δείχνεις, » Κιαπέ στα βάθη του νερού μ' οχτροπαθιά με ρίχνεις. » Δεν ήσουν άξιος να βαλθής μ' εμένα να μαλόσης, 205 » Σε πάλεμα, σε τρέξιμο, και σε γροθιαίς να σώσης. » Μον σαν ανάξιος και άναντρος, με δόλο και με πλάνο, » Να με φονέψης, μ' έσυρες στη λίμνην αποπάνω. » Ωστόσο βλέπει ο Ουρανός. το άδικο δε στρέγει· » Και ξεπλερόνει σε καιρόν εκείνον που του φταίγει. 210 » Δε μένεις ατιμώρητος· απαίδευτος δε μνήσκεις, » Και οχ τους αντρείους Ποντικούς ογλήγορα το βρίσκεις.

Δουλεύει, κι όλο δουλεύει ο νους του Ρωμιού, όσο και να τονε βαραίν' η σκλαβιά· όσο μάλιστα τονε βαραίνει, άλλο τόσο δουλεύει. Στιγμή δεν ησυχάζει. Όλο σχεδιάζει, όλο σκαρώνει. Έχει, παραδείγματος χάρη, γείτονά του ο πατριώτης κάποιο Χαφούς Εφέντη.

Το στήθος του βαραίνει και του δυσκολεύει τον ανασασμό. Πλησίασε σ' ένα παράθυρο, τ' άνοιξε κ' έρριξε τις ματιές του έξω, στο δικό του και στα γειτονικά χτήματα. — Τι κάνει εκεί κάτω αυτός ο παλαβός! εμουρμούρισε άξαφνα. Χαμόγελο λυπητερό φάνηκε στα χείλη του, σα να ξέχασε τη στενοχώρια του. Ακκούμπησε στο παράθυρο και προσηλώθηκε όξω. Κύτταξε αντίκρυ του το μικρούτσικο μετόχι του Ευμορφόπουλου.