Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


Τώρα, ω Οιδίπου μέγιστε στους θνητούς όλους, γονατισμένοι πέφτουμεν εμπρός σου ικέται και σωτηρίαν γυρεύομε να μας χαρίσης είτε θεός, είτε άνθρωπος τρόπον σου δείξη. Γιατί καλό πως πέρνουνε νομίζω τέλος όσα καλά οι φρόνιμοι τ’ αποφασίσουν. Την πόλιν δέξου, άριστε, τούτην να σώσης. Μη χάσης το καλό όνομα στας Θήβας που ’χεις. Σωτήρα εδώ σε κράζουνε για την φροντίδα που έλαβες άλλοτε για μας.

Είμαι άτυχος άνθρωπος, μου είπε. «Την ανομίαν μου γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστί διά παντός». Αλλά δε φταίω κ' εγώ. Η τύχη με κατατρέχει Να με σώσης και τούτη τη φορά. Να με πάρης μαζί σου, να ησυχάσω, στάγια χώματα. Τον πήρα. Δε γλύτωσα την πλημμύρα... — Να κυττάξης να ησυχάσης τώρα, του είπα. Να μη σε μέλλη αν κλέβη ο δήμαρχος κι' αν μαλλώνη ο βουλευτής με τον εργολάβο.

Ω παντοδύναμε Παιάν, εύρε εσύ τον τρόπο ν' απομακρύνης το κακόν από αυτό το σπίτι. Βοήθησε• βοήθησε γιατί και προ ολίγου συ έσωσες τον Άδμητον και συ μπορείς και τώρα και απ' αυτόν τον θάνατον, αν θέλης, να τον σώσης και να κρατήσης την ορμή την φονική του Άδου. Ω γυιέ του Φέρητος, εσύ• τι τύχη σε προσμένει τώρα οπού θα στερηθής τέτοια άξια γυναίκα!

Απελπισμένον τόλμημα θα ήναι, καθώς είναι απελπισμένη και φρικτή και η περίστασίς σου. Εάν, παρά να 'πανδρευθής μεθαύριον τον Πάρην, αποφασίζης και τολμάς να σκοτωθής αλήθεια, θα έχης τότε δύναμιν και ν' αψηφήσης πράγμα που ομοιάζει θάνατον, εσύ οπού γυρεύεις με θάνατον αληθινόν να σώσης την τιμήν σου. Εγώ σου δίδω ιατρικόν, αν θάρρος δεν σου λείπη.

Την αγάπη μου για μένα, Από τόξα φλογισμένα, Με την πρώτη σαϊτιά Πλήγοσέ τη πέρα πέρα, Να τη νιόθει νύχτα ημέρα Αναμμένη σα φωτιά. Με τη δεύτερη να σώσης Στην καρδιά της ν' αποδώσης Σαϊτιάς την αρετή, Που χωρίς αμφιβολία Να 'χη τέλια αδιαφορία, Για το παν ν' αναισθητή. Πες μου, Έρωτα, να ζήσης, Άδιον τάχα θα μ' αφήσης; Ένας δούλος σου κι' εγώ·

Η τρίχες όσο βρέχουνται το σώμα του βαραίνει, Και ήταν κοντά να νεκροθή, που αυτά τα λόγια κρένει. 200 » Μ' αυτό σου, Φουσκομάγουλε, το κάμομα, μη ελπίσης » Τον καρδιογνώστην Ουρανό ποτέ σου ν' απατήσης. » Με πονηριά και με ψευτιά φιλία πρώτα δείχνεις, » Κιαπέ στα βάθη του νερού μ' οχτροπαθιά με ρίχνεις. » Δεν ήσουν άξιος να βαλθής μ' εμένα να μαλόσης, 205 » Σε πάλεμα, σε τρέξιμο, και σε γροθιαίς να σώσης. » Μον σαν ανάξιος και άναντρος, με δόλο και με πλάνο, » Να με φονέψης, μ' έσυρες στη λίμνην αποπάνω. » Ωστόσο βλέπει ο Ουρανός. το άδικο δε στρέγει· » Και ξεπλερόνει σε καιρόν εκείνον που του φταίγει. 210 » Δε μένεις ατιμώρητος· απαίδευτος δε μνήσκεις, » Και οχ τους αντρείους Ποντικούς ογλήγορα το βρίσκεις.

Εάν όμως πράξης ό,τι θα σοι είπω, και συ θα υψωθής και εμέ θα σώσης, διότι ο βασιλεύς Καμβύσης απεφάσισε να με θανατώση και το σχέδιόν του με ανηγγέλθη σαφέστατα. Συ λοιπόν ελθών εδώ φυγάδευσόν με, και εκ των χρημάτων άλλα μεν λάβε συ, άλλα δε άφες να έχω εγώ· διά των χρημάτων δε τούτων δύνασαι να άρξης απάσης της Ελλάδος.

Η όψις όλης αυτής της αγάπης και της λύπης, το οικτρόν θέαμα της ανθρωπίνης στερήσεως, η εσχάτη ματαιότης εν τοιαύτη στιγμή της ανθρωπίνης παραμυθίας, το άφατον παράπονον, «ω, διατί να μη είσαι εδώ να σώσης τον φίλον σου από το κέντρον του θανάτου και ημάς από το πικρότερον κέντρον του χωρισμούΌλα ταύτα έθιξαν την τρυφεράν συμπάθειαν του Ιησού εις βαθείαν συγκίνησιν.

Αν θέλης, βασιλεύ, να σώσης απλώς την ζωήν σου, ουδόλως τούτο είναι δύσκολον· χρήματα έχομεν πολλά· εδώ είναι η θάλασσα, εδώ τα πλοία· σκέψου όμως μήπως αφού σωθής εύρης ότι είνε προτιμότερος ο θάνατος της τοιαύτης αδόξου σωτηρίας· εις εμέ αρέσκει ο παλαιός λόγος: ότι καλόν εντάφιον είνε η βασιλεία».

Πλησιάσας και ο αγαθός γέρων έσφιγξε την χείρα του Ανδρέου, και τω είπεΣήμερον ανεφάνης, φίλτατε Ανδρέα, και φίλος αληθής, και Έλλην γενναίος· ενώ ήσο ασφαλέστατος επί του δένδρου, επροτίμησας να κινδυνεύσης διά να σώσης τον φίλον σου! Ιδού, παιδία μου, επρόσθεσε, τα αποτελέσματα της ενώσεως και του διαχωρισμού.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν