Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Ολονυχτίς κουλουριασμένος εκεί αποκάτω ο ίσια με τα χτες παντοδύναμος Ευτρόπιος· το ίδιο και σαν ξημέρωσε, και γέμισε η Μητρόπολη κόσμο, κι άρχισε η ακολουθία, κ' ήρθε η ώρα της διδαχής, κι ανέβηκε στον άμπωνα ο Χρυσόστομος κ' έβγαλε τον περίφημο λόγο του «Εις Ευτρόπιον, Ευνούχον, Πατρίκιον και Ύπατον». Ποιος δεν τα θυμάται τα πρώτα πρώτα λόγια του πολυξάκουστου εκείνου λόγου! «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης!

Η όψις όλης αυτής της αγάπης και της λύπης, το οικτρόν θέαμα της ανθρωπίνης στερήσεως, η εσχάτη ματαιότης εν τοιαύτη στιγμή της ανθρωπίνης παραμυθίας, το άφατον παράπονον, «ω, διατί να μη είσαι εδώ να σώσης τον φίλον σου από το κέντρον του θανάτου και ημάς από το πικρότερον κέντρον του χωρισμούΌλα ταύτα έθιξαν την τρυφεράν συμπάθειαν του Ιησού εις βαθείαν συγκίνησιν.

Η σκηνή εκείνη έμεινεν ανεξάλειπτος εις την μνήμην μου και την ανακαλώ άκων πάντοτε, οπόταν σκέπτωμαι περί της ματαιότητος των επιγείων. Ιδού ο άνθρωπος! Ο θάνατος ήπλονεν ήδη τα μαύρα πτερά του και επήρχετο το σκότος, η ανάπαυσις, το τέλος• ο δε θνήσκων, ο αγαθός, ο γενναίος, ο φιλόστοργος γέρων εκίνει αυτομάτως την χείρα όπως προφυλάξη το υποκάμισόν του! Ματαιότης ματαιοτήτων !

Δεν ημπορούσαν να σταματήσουν τα δάκρυά του. Εκεί οπού ελειτουργούσεν, εκεί οπού έτρωγεν. Ως ιερεύς και ως πνευματικός πολύ ηγωνίζετο να κρύπτεται από τους ενορίτας του. Αλλά δεν ημπορούσε. Πολλά θέλομεν, αλλά πολλά δεν δυνάμεθα. Εκεί οπού ήρχοντο να τον ίδουν και να τον παρηγορήσουν, εδοκίμαζε να κάμη τον γενναίον, να κρύψη τον πόνον του, και άρχιζε να ψάλλη τότε το: πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα.

Εν μέσω δε του χριστιανικού τούτου θριάμβου, τον οποίον παρηκολούθει ο λαός μετά φανών και λαμπάδων και ψαλτών ψαλλόντων επινικίους ύμνους της Εκκλησίας, ο Γελίμερος επανελάμβανε το του Εκκλησιαστού: «Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης». Εκτός των άλλων λαφύρων εις τον θρίαμβον εκείνον εκομίζοντο και τα χρυσά σκεύη του εν Ιερουσαλήμ ναού του Σολομώντος.

Το ολίγον ρετσινάδον ήτο μία όλη οκά, την οποίαν η μονόφθαλμος υπηρέτρια του παντοπωλείου «η Ματαιότης» ήλθε να καταθέση επί χωλής τραπέζης με δυο ποτήρια και δρακιάν μαύρων ελαιών.

Μια ελαφρότης σοβαρά, — σπουδαία ματαιότης, — και χάος ασχημόπλαστον μορφαίς καλαίς γεμάτον, — και ο καπνός ολόλαμπρος, — και το πτερόν μολύβι, — 'σαν πάγος κρύα η φωτιά, — κι’ αρρώστια η υγεία, — και ύπνος ολοάγρυπνος, που είναι και δεν είναι... Ιδού τι έχωτην καρδιάν, κ' είν' η καρδιά μου άδεια! Δεν με γελάς; ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Δεν σε γελώ, εξάδελφέ μου· κλαίω. ΡΩΜΑΙΟΣ Καλή καρδιά! Και κλαίεις τι;

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν