United States or Montserrat ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΙΩΝ Τι είνε; πράματα πολλά υφαίνουνε η παρθένες, ΚΡΕΟΥΣΑ Είν' άβολο, και φαίνεται του αργαλιού η σαγίτα. ΙΩΝ Μ' αυτά δεν με γελάς εσύ• απάνω του τι έχει; ΚΡΕΟΥΣΑ Μέσ' στο στημόνι του πανιού Γοργόνα είν' υφασμένη. Ώ Ζευ! ποιά μοίρα μου λοιπόν με κυνηγάει τόσο! ΚΡΕΟΥΣΑ Και έχει φείδια γύρωθε στο σχήμα της αιγίδος. ΚΡΕΟΥΣΑ Ώ! το πανί που ύφανα σαν ήμουνα παρθένα!

Κι εσύ, αδελφή μου, κι εσύ… κι εσύ…» «Τι να σου πω, Έστερ; Μήπως με ζήτησε ο ίδιος; Πότε εξηγήθηκε; Στέλνει δώρα, έρχεται πότε πότε, κάθεται, φλυαρεί μαζί σου και σ’ εμένα σχεδόν δεν λέει κουβέντα. Τον έδιωξα ποτέ εγώ;» «Δεν τον διώχνεις, αλλά κάνεις κάτι χειρότερο. Γελάς όταν έρχεται, τον κοροϊδεύεις.» «Έτσι πρέπει!

Να, να! καλέ τι κουτός! τον Δία του Ολύμπου κοπανά! Να! σε τέτοια ηλικία πούνε τώρα, να πιστεύη στον Ολύμπιο τον Δία! ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Τι γελάς γι' αυτό; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Που βλέπω πως παιδί εισ' απ' τώνα μέρος, μα στης σκέψεις είσαι γέρος. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Ε, καλά λοιπόν, τι είνε; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Συ ωρκίσθης «μα τον Δία». ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Βέβαια.

Τα δέντρα με τους κορμούς τους μεγάλους, θ' απλόνουν τα νιοβλάστητα μικρά κλαράκια τους και θα σε χαϊδεύουν μαλακά στο διάβα σου, τα μυρμηγκάκια στο χώμα θα τα πατή το πόδι σου τ' ανάλαφρο, και δε θα τα σκοτόνη· το χορτάρι θα σου φιλή και θα σου γαργαλάη το δαχτυλίδι της όμορφης γάμπας σου και συ θα μου γελάς ευτυχισμένα.

Τότε εγώ εστράφηκα προς τον Κλεινίαν και του είπα·Διατί, φίλε μου, γελάς διά πράγματα τόσον σοβαρά και ωραία; Και αμέσως ο Διονυσόδωρος, — Μπα! και είδες ποτέ σου εσύ, μου είπε, Σωκράτη, κανένα πράγμα ωραίον; — Είδα, του απήντησα, και πολλά μάλιστα, Διονυσόδωρε. — Και αυτά αρά γε ήσαν διαφορετικά από το ωραίον, ή το ίδιο πράγμα με αυτό;

Ό,τι οι άλλοι ονομάζουν το παρελθόν ενός ανθρώπου έχει αναμφιβόλως σχέση μ' αυτούς, αλλά δεν έχει τίποτε να κάνη μ' αυτόν. Όποιος λαμβάνει υπ' όψιν το παρελθόν του, είναι ανάξιος να έχη μέλλον μπροστά του. Όταν κανείς έδωκε έκφραση σε μια διάθεσή του, έκανε ό,τι είχε να κάνη μ' αυτή. Γελάς, μα πίστεψέ με πως έτσι είναι. Χθες ο Ρεαλισμός εγοήτευε τον καθένα.

ΓΕΛΩΤ. Να του δώσω κ' εγώ αρραβώνα. Ιδού· πάρε τον σκούφον μου. Προσφέρει τω ΚΕΝΤ τον κωδωνοφόρον αυτού πίλον. ΛΗΡ Καλώς το παιδί μου! Τι γίνεσαι; Άκουσέ με, σου λέγω, και πάρε τον σκούφον μου. ΚΕΝΤ Διατί, τρελλέ; ΓΕΛΩΤ. Διατί; Διότι πηγαίνεις με τους ξεπεσμένους. Αν δεν ηξεύρης να γελάς εκεί, από όπου ο αέρας φυσά, θ' αρπάξης γρήγορα κρυολόγημα.

Η γυναίκα του, που ήτον παρούσα, έμεινεν εκστατική, και λέγει του ανδρός της· ειπέ μοι διατί γελάς τόσον διά να γελάσω και εγώ; Αυτός της απεκρίθη· φθάνει σου τόσον, το να με ακούης να γελώ. Εκείνη του είπεν· όχι, θέλω να μάθω και την αφορμήν.

ΦΙΛ. Λοιπόν και συ, ω Μένιππε, άφησε την ελευθερίαν, την ελευθεροστομίαν, την αναισθησίαν προς την λύπην και το θάρρος και τον γέλωτα• διότι συ μόνος εξ όλων γελάς εδώ. ΕΡΜ. Όχι. Αλλά κράτησέ τα αυτά• διότι -είνε ελαφρά -και πολύ ευκολοσήκωτα και χρήσιμα εις το ταξείδι.

Και ενώ ευρίσκεσαι εις αυτήν την κατάστασιν, σκοτίζεσαι διά λέξεις και γελάς και υβρίζεις τους άλλους; Αλλά τούτο είνε επόμενον• διότι δεν δυνάμεθα όλοι να λέγωμεν όμοια με εκείνα τα οποία συ λέγεις.