Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Ο Γιάννης ο Μακαρίτης πετάχθηκε απάνω θυμωμένος, έβαλε το χέρι του στην τσέπη του και τράβηξε ένα μικρό πραμματάκι από μέσα. — Το βλέπεις αυτό; — Ένα δαχτυλίδι. — Το δαχτυλίδι του Καπετάν-Πρέκα. Τι λες τώρα; — Πώς βρέθηκε στα χέρια σου; — Δική μου δουλειά. Το βρήκα στο μώλο... — Γιατί δεν τώδωκες στην Εξουσία; — Την Εξουσία σου είπα την έχω απαυτώσει.
Τότε ο Τριστάνος έπαψε να παραλλάζη τη φωνή του: «Φίλη, πώς έκανες τόσον καιρό να με γνωρίσης, πειο πολύ από το σκύλλο; Τι σημασία έχει το δαχτυλίδι; Δεν αισθάνεσαι πως θα ήτανε πειο γλυκό για μένα να μαναγνωρίσης από μόνη την ανάμνησι των παληών μας ερώτων; Τι σημαίνει ο ήχος της φωνής μου; Τον ήχο της καρδιάς μου έπρεπε ν' ακούσης.
«Οι Μοίρες οι σκληρόκαρδες την είχανε μοιράνει...» Οι μάννες, γνωρίζοντας τον αλάθευτο ερχομό των Μοιρών, προσπαθούν να κοιμούνται για να μην ακούσουν, από φόβο μην ακούσουν κακά προφητέματα. Καμμιά φορά οι Μοίρες, αλλά πολύ σπάνια, αφίνουν και δώρα, προ πάντων δαχτυλίδι, γι’ αυτό κι’ οι μάννες το πρωί ψάχνουν στο στρώμα του παιδιού μην εύρουν τίποτε.
Ο Βασιλιάς πήρε τα γάντιά του τα στολισμένα με γουναρικό. «Αυτή, σκέφτηκε μου τάφερε άλλοτε από την Ιρλανδία!. ..» Τάβαλε στα κλαδιά για να κλείση την χαραματιά από την οποία έμπαινε ο ήλιος. Έπειτα απαλά-απαλά τράβηξε το δαχτυλίδι με τα σμαράγδια που είχε δώσει στη Βασίλισσα: με πόση δυσκολία μπήκε τότε το δαχτυλίδι!
— Φίλε Τριστάνε, μόλις ιδώ το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα, ούτε πύργος ούτε τείχος, ούτε φρούριο κανένα θα μεμποδίση να κάνω το θέλημα του φίλου μου. — Ιζόλδη, ο Θεός να σε προστατεύη. Τα δυο τους άλογα βάδιζαν κοντά-κοντά. Την τράβηξε κοντά του και την έσφιξε στην αγκαλιά του. «Φίλε, είπεν η Ιζόλδη, άκουσε την τελευταία μου παράκλησι. Σε λίγο θ' αφήσης αυτόν τον τόπο.
Και γω πώς θα μπορέσω να ζήσω; Το σώμα μου μένει εδώ. Έχεις την καρδιά μου. — Ιζόλδη, φίλη, φεύγω, δεν ξέρω για ποιον τόπο. Αλλ' αν ποτέ ξαναϊδής το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα, θα κάμης ό,τι σου ζητήσω μ' αυτό;
Τα δάχτυλά της τόσο πολύ είχαν αδυνατίσει που μόλις κρατούσε απάνω το δαχτυλίδι. Κοιμώντανε έτσι, σφιχτά αγκαλιασμένοι με το ένα χέρι του Τριστάνου περασμένο στο λαιμό της φίλης του, το άλλο ριγμένο στ' ωραίο της σώμα. Αλλά τα χείλη τους δεν άγγιζαν καθόλου. Ούτε ένα φύσημα αύρας, ούτε ένα φύλλο να τρέμη.
Τι να πω κ' εγώ;... Θα πιούμε άλλο; Ο Γιάννης ο Μακαρίτης έσπρωξε το ποτήρι από μπροστά του. — Δε θέλω πια. Πάω να κοιμηθώ. Θαρθής μαζί; Πήρε το δαχτυλίδι, το τύλιξε σ' ένα παληόχαρτο και τώχωσε στην τσέπη του. Σηκωθήκανε κ' οι δυο μαζί και πήραν τον ανήφορο, τρεκλίζοντας μέσα στα σκοτάδια.
Τώρα η Βασίλισσα τόσο είχε αδυνατίσει, που το δαχτυλίδι εβγήκε χωρίς την παραμικρή προσπάθεια. Στη θέσι του ο Βασιληάς έβαλε το δαχτυλίδι που του είχε χαρίσει άλλοτε η Βασίλισσα.
Ανάμεσα στη Γκριζέντα και στη Νατόλια, ψηλός, διαφορετικός από όλους έμοιαζε να είναι το μαργαριτάρι στο δαχτυλίδι του χορού και ένοιωθε το χέρι της Γκριζέντα να εγκαταλείπεται τρέμοντας λιγάκι μέσα στο δικό του, ενώ τα σκληρά και ζεστά δάχτυλα της Νατόλια μπλέκονταν δυνατά με τα δικά του σαν να ήταν εραστές.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν