Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
— Φίλη, σου αφήνω το Χουσδάν. — Φίλε, πάρε και συ αυτό το δαχτυλίδι. Και οι δυο φιλήθηκαν στα χείλη. Στο αναμεταξύ, αφήνοντας τους αγαπημένους στο ερημητήριο, ο Ογκρίν είχε βαδίσει με το ραβδί του μέχρι το Μοντ.
«Βασίλισσα, είπε, το χρυσάφι είναι καλό» και βγάζοντας το δαχτυλίδι του Τριστάνου, τώβαλε δίπλα. «Κυττάχτε, Βασίλισσα: το χρυσάφι αυτής της πόρπης είναι πολυτιμότερο, κι' όμως κι' αυτού του δαχτυλιδιού το χρυσάφι την έχει την αξία του...» Όταν η Ιζόλδη ανεγνώρισε το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα, τρεμούλιασε η καρδιά της κι' άλλαξε το χρώμα της, — φόβος την έκοψε τι θάκουγε.
Ο Ρούντυ εκύτταζε κάτω μέσα εις τα νερά· έν και μόνον βλέμμα και του εφάνη σαν να έβλεπε χρυσό δακτυλίδι να κυλίεται, να λάμπη, να σπινθηροβολή και να παίζη· του ήλθεν εις τον νουν του ο αρραβών του, και το δαχτυλίδι εγίνετο μεγαλύτερον, ηυρύνθη εις σπινθηροβολούντα κύκλον και μέσα εις αυτόν έλαμπεν ο διαυγής Παγών.
Δυο λιοντάρια πέφτανε απάνω της και πολεμούσαν ποιο θα την πάρη. Έρριξε μια κραυγή και ξύπνησε: τα με γουναρικό στολισμένα γάντια έπεσαν ξαφνικά στο στήθος της. Με τη φωνή, σηκώνεται όρθιος ο Τριστάνος, θέλει να πάρη από χάμω το σπαθί του και στη θέσι του βλέπει το Βασιλικό σπαθί με τη χρυσή λαβή. Και η Βασίλισσα βλέπει στο δάχτυλό της το δαχτυλίδι του Μάρκου: «Άρχοντα, φωνάζει, δυστυχία μας!
Πάρε αυτό το δαχτυλίδι. Είναι ένα σύνθημα μεταξύ εμένα και κείνης. Όταν θα φθάσης στον τόπο της, κατάφερε να περάσης μέσα στην Αυλή, ως έμπορος. Παρουσίασε της μεταξωτά, κάνε ώστε να ιδή το δαχτυλίδι. Αμέσως εκείνη θα βρη τρόπο για να σου μιλήση κρυφά. Τότε πες της ότι η καρδιά μου τη χαιρετά. Ότι μονάχα αυτή μπορεί να μου κάνη καλό. Πες της ότι, αν δεν έρθη πεθαίνω.
Θαναγνωρίση τουλάχιστον αυτό το δαχτυλίδι που μούδωσε άλλοτε, με κλάμματα και με φιλιά, την ημέρα του χωρισμού; Αυτό το δαχτυλιδάκι με την πράσινη πέτρα ποτέ δε μάφησε. Πολλές φορές του ζήτησα συμβουλή στης συφορές μου. Πολλές φορές αυτή την πράσινη πέτρα την έβρεξα με τα θερμά δάκρυα μου». Η Ιζόλδη είδε το δαχτυλίδι. Ανοίγει τα χέρια της: «Νάμε! Πάρε με, Τριστάνε!»
Έκανα να του μιλήσω, μα δε στάθηκε ν' ακούση... είχε σκυμμένο το κεφάλι του και κατηφόριζε σαν να τον κυνηγούσαν. — Τι λες, βρε παιδί; έκανε ο Ρήγας του Μαθιού, σκυμμένος απάνω στο δαχτυλίδι, τριμμένο απ' την πολυκαιρία και φτενό-φτενό σα χαλκαδάκι. — Πιστεύεις τώρα; είπε ο Γιάννης ο Μακαρίτης. Ο Ρήγας του Μαθιού έκανε το σταυρό του. — Όλα γίνονται στον κόσμο, Γιάννη παιδί μου.
Τέτοιον αρραβώνα για τις κόρες σου να τονέ φυλάγης, κι όχι για της Ανατολής το καμάρι. Πιπ. Ναι, είδες δα, λίγα μας έφτειαξες και συ στον καιρό σου, τότες που τον άφινες τον έρμο σου και — έλα Χριστέ και Παναγιά μου! Περμ. Όχι μόνο σαν και σένα, που πριχού να σου δώση και δαχτυλίδι, δος του και σου τραγούδαγε αμανέδες κάτω από το σπίτι σου. Πιπ.
Στην καλύβα με τα πράσινα κλαδιά, τη στρωμένη με δροσερά χόρτα πρώτη ξαπλώθη η Βασίλισσα, και ο Τριστάνος έπεσε δίπλα της, αποθέτοντας το σπαθί του στη μέση, γυμνό. Τυχερό τους που δεν είχανε βγάλει τα ρούχα τους. Η Βασίλισσα φορούσε στο δάχτυλο το χρυσό δαχτυλίδι με τα ωραία σμαράγδια που της είχε δώσει ο Βασιληάς Μάρκος την ημέρα των γάμων.
Να, ένα ακαθόριστο διάχυτο φως φωτίζει τριγύρω την πεδιάδα∙ είναι ένα λευκό δαχτυλίδι επάνω από έναν μαύρο κύκλο. Είναι η αυγή. Οι τυφλοί σηκώνονται, μπλέκουν τα δάχτυλά τους, σκύβουν μπροστά του και τον αναγκάζουν να καθίσει επάνω στα χέρια τους και να βάλει τα μπράτσα του γύρω από το λαιμό τους. Έτσι τον ανασηκώνουν, τον παίρνουν μακριά, τραγουδώντας, όπως κάνουν τα παιδιά όταν παίζουν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν