Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


Γιατί κάνεις τόσα πολλά για με; Γιατί είσαι τόσο καλός μαζί μου; Καλήτερα θα είτανε να μ' άφινες να τραβήξω το δικό μου δρόμο. Αιστάνθηκα πως είχα μπρος μου έναν πόνο, που δεν μπορούσε να μετρηθή ή να ζυγιστή. Αιστάνθηκα μετάνοια γιατί ήθελα να τη βγάλω έξω από τον πόνο και γιατί την άφησα να το παρατηρήση.

Πήγα λοιπόν κι άρχισα να τον ορμηνεύω: όχι τούτο, όχι κείνο· έτσι τούτο, έτσι κείνο. Μα αυτός τη δουλειά του· δεν ήθελε να μ' ακούση... — Δεν τον άφινες να κάνη ό,τι θέλει· του είπε η Ελπίδα. — Ό,τι θέλει! πως θα τον αφήσω να κάνη ό,τι θέλει! Πιάνω, που λες, μια μηλιά που είχε φυτεμένη δίπλα σε καρυά, την ξερριζώνω και τη βάνω παραπέρα. — Να, μωρέ κουλούκι, του λέω· εδώ είν' η θέση της.

Τέτοιον αρραβώνα για τις κόρες σου να τονέ φυλάγης, κι όχι για της Ανατολής το καμάρι. Πιπ. Ναι, είδες δα, λίγα μας έφτειαξες και συ στον καιρό σου, τότες που τον άφινες τον έρμο σου καιέλα Χριστέ και Παναγιά μου! Περμ. Όχι μόνο σαν και σένα, που πριχού να σου δώση και δαχτυλίδι, δος του και σου τραγούδαγε αμανέδες κάτω από το σπίτι σου. Πιπ.

Αν τόχει η μοίρα μου δεινά να με σπαράζουν πάντα. 290 Τον άντρα η μάννα μου η γλυκιά που μούδωκε κι' ο κύρης τον είδα απ' άσπλαχνο χαλκό σφαγμένο ομπρός στο κάστρο, και τρία αδέρφια μου που μια μας γέννησε μητέρα, κι' αφτοί οι καημένοι χάθηκαν, κι' οι τρεις την ίδια μέρα Όμως εσύ δε μ' άφινεςσα μούσφαξε τον άντρα 295 ο Αχιλέας κι' έκαψε το γονικό μας πύργονα κλαίω, μον πάντα μούταζες πως τέρι του κατόπι θα γίνω εγώ, και θα με πας στη Φτιά με τα καράβια να κάνεις τις χαρές μου εκεί.

Έτσι που μου μιλάς, χύνεται η πνοή σου σαν ανθισμένης τζιτζιφιάς το ανάσαμα από τα γυρτά κλωνάρια! Πάψε! Να μην ακούω τη φωνή σου! Μέλι λες στάζει όπως σιγοτρέμει από την οργή σου. Δίνω της φορεσιές μου της χρυσές και τα μαργαριτάρια που μώφερεν ο Καίσαρας τα μαύρα, να σου φιλήσω αν μ άφινες τα χείλια! Ω! σ' έχω μέσ' στο αίμα μου! Οπίσω! Οσμή θανάτου όσα βγαίνουν από το στόμα σου σκορπάνε.

Μίαν ημέραν προ της Παραμονής, επανελθών ο Μανώλης εκ Ζαγοράς με κάστανα και μήλα, ανέβη να χαιρετίση την μητέρα του, να της κάμη μετάνοιαν, να λάβη την ευχήν της, να μεταλάβη τα Χριστούγεννα, καθώς τον εσυμβούλευσε και ο πνευματικός του. Και έρριψεν εις την ποδιάν της ολίγα αργυρά κέρματα. Αλλ' έντρομος η γραία τα ετίναξε πέραν, ως να ήσαν οφείδια. — Ας μη μ' άφινες να πιω το γάλα της!

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν