United States or United Arab Emirates ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα βλέποντας που ήμουν στερεά εις την γνώμην μου, και που δεν ημπορούσα να τον υποφέρω με όλες τες χάρες που μου έδειχνεν, έχασε τέλος πάντων την υπομονήν, και απεφάσισε διά να ξεδικηθή εις τες καταφρόνεσές μου.

Μεγάλωνα σε ομορφιά, χάρες, ταλέντα μέσα σε απολαύσεις, σεβασμούς κ' ελπίδες. Άρχισα να εμπνέω έρωτα. Το στήθος μου έδενε· και τι στήθος! Λευκό, στερεό, φκιασμένο σαν της Αφροδίτης των Μεδίκων. Και τι μάτια! τι βλέφαρα! τι τσίνορα μαύρα! Τι φλόγες καίγανε μέσα στις κόρες των ματιών μου και σβήνανε την αχτιδοβολιά των άστρων, όπως μου λέγαν οι ποιητές του τόπου.

Ύστερον ευχαριστώντας τον διά την μεγάλην δεξίωσιν που του έδειξε, και διά τες πολλές χάρες που του έκαμε, εγύρισε και ήλθεν εις το κονάκι του· και ευθύς ετοιμάσθη και εμίσευσε διά το Μπαγδάτι με όλους τους δούλους, σκλάβας, σκλαβόπουλο και άλλα δώρα που από τον Αμπτούλ έλαβεν.

Ήταν όλες πια στολισμένες τα καλήτερά τους στολίδια, λες κ' επήγαιναν σε χαρές και σ' αραβώνες. Εκίναγαν μέρες μακριά, νάρθουν να ιδούν τους εδικούς τους οι άμοιρες. Άλλη να ιδή τον άντρα της, κι άλλη να παρηγορήση το γεροπατέρα της, κι άλλη να ειπή ένα γλυκό λόγο στον αδερφό της, κι άλλη με τον καλό της, πιστή στα λόγια της αγάπης, να χαμογελάση.

Και ο βασιλεύς ευρίσκετο τόσον ευτυχισμένος, που περισσότερον δεν ημπορούσε να γένη, και καθημερινώς δεν έκανεν άλλο, παρά να είνε εις χαρές και παιγνίδια ομού με την αγαπημένην του Κεριστάνην. Απαρνώντας λοιπόν ένας χρόνος αφού και υπανδρεύθηκαν, η Κεριστάνην εγέννησεν ένα παιδί αρσενικόν, από τον ήλιον πλέον ευμορφώτερον.

να θες να κλείσουνε στο φως τα μάτια του. Ίσαμε τώρα δεν σου ζήτησα, το ξέρεις, καμμιά χάρι. Τώρα το θέλω λεύτερο το παλληκάρι. Σύρε, σου λέω στον γυναικωνίτη πίσω. Μου φούντωσαν τα αίματα. Θα σου μιλήσω άσκημα. Πάψε πια να λες αυτές της κουταμάρες Ούτε του Μαξιμιανού η κόρες τόσες χάρες γνωρίζουν από τον μπαμπά τους, όσες σωριασμένες έχω στα πόδια σου, αχάριστη. ΕΥΝΙΚΗ. Τι ξιπασμένες κουβέντες!

Ο άλλος λόγος, 'πού μ' εμπόδιζε ν' ανοίξω μιαν κρίσιν δημοσίαν, ήταν η μεγάλη αγάπη, 'πού ο κοινός λαόςεκείνον έχει, ώστε τα πταίσματά του χρωματίζ' εις τρόπον, οπού, καθώς το ξύλο η βρύση αλλάζ' εις πέτραν, ήθελε μετατρέψ' εις χάρες τα δεσμά του , καιτην ορμήν του τόσου άνεμου τα ελαφρά μου ακόντια θα 'σαν λυγιστά και θα εγυρίζαντο τόξο μου χωρίς να φθάσουντο σημάδι.

Και ύστερον από αυτά ο πατέρας μου και εγώ επήραμεν την Γαντζάδα και την εφέραμεν εις τον Κατή και μας εστεφάνωσε κάνοντάς την πρώτον να αρνηθή την ειδωλολατρικήν θρησκείαν και διά να εορτάση τους γάμους μας, και ο πατέρας μου έκαμε διά μιαν ολόκληρον εβδομάδα χαρές, και συμπόσια μεγάλα εις όλους τους φίλους του.

Ο Μανώλης έγινε κατακόκκινος και ησθάνθη να τον κυριεύη πάλιν το θέλγητρον των γλυκυτάτων εκείνων οφθαλμών. Το τουρλωτόν φέσι του εφάνη την εσπέραν εκείνην ήμερον, ως νυκτικός σκούφος, και εις το τραπέζι συνέκρουσε το ποτήρι με τον Στρατήν, ο οποίος τον ηυχήθη: — Στσι χαρές σου, κουνιάδο!

Εξέθαψα κατά τύχη κάποιο κομμάτι του, που είχε χαθή: το μετάφρασα και με την ευκαιρία τούτη εδιόρθωσα και την παλιά μετάφραση, που, καθώς θα ιδήτε, Μέσα στο παλιό της ύφος έχει ακόμη χάρες νέες Εάν σας διασκεδάζη, να μη διστάξετε καθόλου, εξαιτίας μερικών σημείων λίγο απλοϊκών, να εξακολουθήστε το διάβασμα.