United States or Zimbabwe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εδούλευε να 'βγάλη το ψωμί του. 'Στά ύστερα όλα του τα κέρδη τα εξώδευσετους ιατρούς. Είδε κι' αποείδε, εγύρισετην πατρίδα εδώ κ' ένας χρόνος. Έβλεπε ακόμη πότε είνε μέρα και πότε νύκτα. Τώρα τρεις μήνες δεν βλέπει τίποτε. Όλα μαύρα, λέγει. — Μαύρα, μαύρα, υπέλαβεν ο γέρων με την πένθιμον φωνήν του. Η γραία έθλιψε τα βλέφαρα με τα δάκτυλά της διά να εμποδίση έν δάκρυ έτοιμον να ρεύση.

Λίγο ύστερ' από το δράμα, το παιδί του ναύτη έγεινε άφαντο. Κάποιος το είχε πάρη στην ξενητιά, όπου, ύστερ' από χρόνια, μια μέρα εγύρισε στον τόπο του παππάς! Με ποιο τρόπο και με τι μέσα το εκατώρθωσε αυτό, κανείς δεν ήξερε· η ουσία είνε πως ήταν παππάς και τι παππάς; παχύς, όμορφος, ομιλητικός, αστείος, όλα του έδειχναν ένα λαμπρό ιερομόναχο· ως και καλόφωνος ήταν.

Μα έως εδώ δεν εστάθη η φήμη του επειδή και παύοντας αυτός ο πόλεμος, εσηκώθησαν άλλοι δύο Βασιλείς εναντίον του Καπαλκάμ. Όθεν αυτός ο Βασιλεύς εγύρισε τα άρματά του εναντίον αυτών των νέων εχθρών και τότε πάλιν ο υιός του Αμπτουλά έδειξε και εις αυτόν τον πόλεμον περισσοτέραν ανδρείαν από τον άλλον.

Αυτά 'πε• και ώμοσε η γρηά θεών τον μέγαν όρκον, και αφού τον όρκον ώμοσε κ' ετέλειωσεν εκείνη, ευθύς το κρασί του 'βγαλε κ' έβαλετα λαγήνια, τ' αλεύριατα καλόρραφτα δερμάτια• καιτο δώμα 380 εγύρισε ο Τηλέμαχος κ' έσμιξε τους μνηστήραις.

Χωρίς να χάση τότε καιρόν ο άλλος ο οποίος έτυχε να κάθηται εκεί πλησίον, ήτο δε και αντεραστής εκείνου ο οποίος μου ωμίλησεν, αφού άκουσε και την ιδικήν μου ερώτησιν και την απάντησιν την οποίαν έλαβα, εγύρισε και μου είπε: — Μα την αλήθεια, Σωκράτη, δεν θα σου είναι δυνατόν να συνενοηθής με τούτον τον άνθρωπον και να τον κάμης να πιστεύση το αντίθετον απ' ό,τι πιστεύει, εάν δηλαδή νομίζη ότι η φιλοσοφία είναι ένα πράγμα παιδαριώδες.

Αν εγύρισε τώρα και απεστράφη τούτο τα ταξείδι, ουδέ θέλει να το κάμη πλέον, θε να τον σπρώξω εγώ να επιχειρήση αγώνα κάποιον, 'πού ωρίμασεν ο νους μου, και όπου θαύρη τον εξολοθρευμόν του αφεύκτως, και ουδέ χείλος γογγυσμόν θε να βγάλη διά τον θάνατόν του, και το μηχάνημα ποσώς δεν θα νοήση μήτε η μητέρα, και θα ειπή πώς πταί' η Τύχη.

Την ακολουθούσα με τα βλέμματα, και είδα την κόμην της Καρολίνας να κλίνη προς τα έξω της θυρίδος, και εστράφη για να ιδή, αχ! εμέ αρά γε! — Φίλτατε! εις αυτήν την αβεβαιότητα μετεωρίζομαι, τούτο είναι η παρηγοριά μου· ίσως εμένα εγύρισε να ιδή! Ίσως! — Καλήν νύκτα! Ω, τι παιδί που είμαι! 10 Ιουλίου. Να έβλεπες τι γελοίον πρόσωπον που παίζω, όταν ομιλούν περί αυτής!

Και είτα έψαλε: — «Δίδει τον οίνον λιγοστόν...» Αλλ' ο μπάρμπα-Κωνσταντός, καίτοι στραφείς επί του άλλου πλευρού, δεν επανεύρε τον ύπνον, αλλ' ανασηκωθείς επί του αγκώνος, εγύρισε βλέμμα προς τον μοναχόν και τον ηρώτησε: — Τι ώρα είνε, πάτερ; — Τι ώρα;... ώρα που νύχτωσε... ώρα που φέγγουν τ' αστέρια.... — Το φεγγάρι δε βγήκε ακόμα;

Η φαμιλιά μ', όξ' από λόου σου, βγήκε την νύχτα προς νερού της, όξ απ' το καλύβι, κυρά Γιαννού μ', κ' εγύρισε 'πίσω κακά κι' αδέξια . . . Ντούρμα βγήκε, κ' εγύρισε μονοκοπανιά, χτυπημένη, ξεγλωσσασμένη, αγρούνιστη . . . Χτυπήθηκε, μακρυά από λόγου σου . . . Η γλώσσα της κρεμασμένη, όξ' απ' το σιαγόνι της, τη λαλιά της την έχασε, την ηύρε κακή θερμασιά και κρυάδα κι' ασπασμοί . . . Κείτεται στο στρώμα μισοπεθαμμένη!

Επί τέλους εγύρισε με συστολήν να ιδή τι λέγουν τα άλλα άνθη διά την τιμήν και την ευτυχίαν της επισκέψεως της κίχλας. Οι λαλέδες εστέκοντο ακόμη πλέον τεντωμένοι από πριν, και ήσαν κατακόκκινοι από τον θυμόν των. Αι δε δενδρομολόχαι εζάρωναν, και αν είχαν φωνήν θα έκαμναν απ' ασπρού το ταπεινόν χαμόμηλον.