United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ως τόσον η μάγισσα εγύρισε πάλιν εις το παλάτι των δακρύων, και εμβαίνοντας μέσα, επλησίασε τον αγαπητικόν της τον αράπην και του λέγει· έκαμα τα όσα μου παρήγγειλες· σήκω τώρα λοιπόν διά να εκπληρώσης την επιθυμίαν μου και να μου δώσης εκείνην την ευχαρίστησιν, που τόσον καιρό είμαι στερημένη.

ΜΑΚΒΕΘ Πού είσαι; Έλα, Σεύτων! — Σιχαίνομαι να βλέπω ... Αι, Σεύτων! — Αυτ' η σπρωξιά ή θα με στερεώση, ή θα με ρίξη κατά γης. — Επέρασ' η νεότης· εγύρισετο μάραμα ο δρόμος της ζωής μου· το φύλλον εκιτρίνισε· κι' απ' όλα όσα πρέπει να έχουν τα γηράματα, — τιμήν, αγάπην, σέβας, σωρόν τους φίλους, — τίποτε δεν έχω να προσμένω·κατάραις μόνον σιγαναίς, αλλά θερμαίς θα έχω, κι' αγάπην μόνον ψεύτικην από τα χείλη, — λόγια, που η καρδιά να τ' αρνηθή θα ήθελ' η καϋμένη πλην δεν τολμά. — Αι, Σεύτων!

— Ε, μωρέ παιδί· πιάσε καλά το τιμόνι και κυβέρνα το άφοβα· λέγει ο καπετάνιος στον ναύτη του. Εγώ νυστάζω και πάω να κοιμηθώ. Στο λιμάνι σαν φτάσης με ξυπνάςΚαλά πατέρα· πήγαινε κ' ένοια σου. Μικρός εβγήκεν ο Βαλμάς από το νησί κ' εγύρισε πενηντάρης με άσπρα μαλλιά στο κεφάλι, με τον Γιώργη δεκοχτώ χρονών και με το ξύλο φρεσκοχτισμένο και πισαλειμμένο, κομψό και καλοθάλασσο.

Ο Λευθέρης ήτον πολύ καλλίτερα. Εγύρισε όλο το δρόμο με τα πόδια. Η όψι του εκαλλιτέρεψε πολύ. Είχε γυρίσει η όρεξί του, κ' έφαε κ' ήπιε καλά στο πανηγύρι. 'Σε λίγον καιρό έγεινε καλά, εδυνάμωσε, κ' έζησε κ' είνε τώρα ογδοντάρης, όπως τον βλέπεις. Το πρωί της άλλης ημέρας πηγαίνω στην Παναγήνα την γειτόνισσα. — Να, πάρε, κυρά Παναγήνα, τα δύο σβάντικά σου και δώσε μου τ' αμανάτι μου.

Απ' αυτά και άλλα παρόμοια εκατανύχθη η καρδιά της βασιλοπούλας, και μάλιστα που ευρέθη νικημένη, και μην ημπορώντας πλέον να κάμη αλλιώς, εγύρισε προς τον Καλάφ και είπεν.

ΚΡΕΟΥΣΑ Όπου στο βράχο κατοικεί τον εληοφυτεμένο. ΙΩΝ Σαν λόγια σκοτεινά μου λες, σαν μπερδεμένα λόγια. ΚΡΕΟΥΣΑ Ο Φοίβος, μέσα στη σπηληά όπου λαλούν ταηδόνια. . .. ΙΩΝ Γιατί το Φοίβο μελετάς; ΚΡΕΟΥΣΑ Μ' εμέ κρυφοκοιμήθη. ΙΩΝ Τι δόξα είν' αυτή που λες για μένα κ' ευτυχία! ΚΡΕΟΥΣΑ Κι' όταν εγύρισε ο καιρός στο δέκατο το μήνα εκεί εκρυφογέννησα εσέ, παιδί του Φοίβου.

Εχούχλαξαν τα αίματα και κίνησαν ποτάμι, Αίματα μαύρα και θολά, σαν πίσσα σαν κατράνι, Σωριάστηκε τ’ άγριο θεριό στα πισινά του πόδια, Κι’ έγυρε ξάπλα καταγής προς τη δεξιά του πλάτη, Σαν πύργος ξεθεμέλιωτος, βαρύς, σεισμοσαρμένος.... Τέντωσε τον μακρύ λαιμό, τον ιδρωποστιμένο, Εγύρισε τα μάτια του και φάνηκαν τ’ ασπράδια, Εδάγκασε τη γλώσσα του, που είταν μακρειά δυο πήχες, Εμούγκριξε το ύστερο και μαύρο μούγκρισμά του, Κι’ άρχισε το απασμοδαρμό, τη μαύρην αγωνία.... Κι’ εκεί, που σπασμοδέρνονταν στην αγκαλιά του Χάρου, Και στριφογύριζε συχνά, σα λαβωμένο φείδι, Πότε απ’ τη δέξια τη μεριά και πότε από τη ζέρβια, Σβαρνίστηκε σβαρνίστηκε προς τη πορειά του σπήλιου Κι’ έπεσε κατακέφαλα μαλλιά-κουβάρι κάτω, Σέρνοντας πίσω του πολλά κοτρώνια και χαλίκια, Σα να είτανε ξαδέρφια του, πικρή νεκροπομπή του... Ματώθηκε όλος ο γκρεμός, κοκκίνησαν οι βράχοι, Και μες στο λάκκο στάθηκε το έρημο κουφάρι, Για να το φάνε λαίμαργα οι λύκοι και τα όρνια!

Ο μεν Σεφάκας λοιπόν εγύρισε προς αυτό το μέρος διά να προϋπαντήση τον αρχηγόν, ο δε Μακρής με τους περί αυτόν μετέβη εις Παλαιοξάρι, όπου έφθασε και ο Καραϊσκάκης την ερχομένην ημέραν ομού με όλον το στράτευμα και το ιππικόν.

Ο νέος εμεγάλωσε, έγεινε άνδρας, χωρίς να δη ποτέ γυναίκες. Τότε τον επήρε ο πατέρας του κεπήγαν στην πολιτεία και τον εγύρισε δεξιά κιαριστερά. Ο νέος, σα μικρό παιδί ακάτεχο, ερωτούσε τον πατέρα του για κάθε πράμμα πούβλεπε τείνε τούτο και τείνε κείνο.

Και επειδή ήρχισα να στενοχωρούμαιδεν ξέρω δε τι μου συμβαίνει μ' αυτό το παιδίέστειλα την Νεβρίδα να τον ζητήση εις τα μέρη όπου συχνάζει, εις την Αγοράν ή εις την Ποικίλην. Αυτή δε μου είπε ότι τον είδε να περιπατή με τον Αρισταίνετον και του έκαμε νεύμα από μακράν. Αυτός εκοκκίνισε κεχαμήλωσε τα μάτια του και δεν εγύρισε πειά να την κυτάξη.