Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Έλεγα πως ήμουν πρισμένος ταβούλι· πως το κεφάλι μου ήταν όμοιο μ' ένα ρουμοβάρελο· πως τα πόδια μου εζύγιζαν καθένα και πεντακόσια καντάρια! Άξαφνα, λέγει, τα θηρία της θάλασσας, τα σκυλόψαρα και οι φάλαινες, οι ξιφιοί και τα δελφίνια ετριγύρισαν λαίμαργα το κουφάρι μου κ’ έπιασαν διαβολικόν καυγά με τα όρνια τ' ουρανού για τα κοψίδια μου.

Είπε, κι' η γλήγορη Ίριδα κινάει ναν το μηνήσει, κι' εκεί στη Σάμο ανάμεσα και πετροβράχα Νίμπρο πηδάει μες στο μαβύ γιαλόκαι βούηξε το κύμακι' ορμάει στα βαθιά σα βαρύ μολύβι, που χωμένο 80 μες σε μια σκλήθρα κέρατο λιβαδοπλάνου τάβρου πηγαίνει ψάρια λαίμαργα στον πάτο να ρημάξει.

Και αν καμμιά φορά την καλέσουν με πληρωμήν εις κανένα γεύμα, ούτε μεθά, διότι αυτό είνε άσχημον και οι άνδρες σιχαίνονται τις γυναίκες που έχουν αυτό το ελάττωμα, ούτε τρώγει λαίμαργα, όπως οι κακοσυνειθισμένοι άνθρωποι, αλλά πιάνει τα φαγητά με τα άκρα των δακτύλων και με σιωπήν τρώγει χωρίς να παραγεμίζη το στόμα και από τα δύο μέρη, και πίνει σιγά σιγά και δεν αδειάζει το ποτήρι διά μιας, αλλ' ολίγον κατ' ολίγον.

Μα άμα έφτασε κοντά, δεν είδε τίποτε από όσα περίμενε, παρά την προβατίνα να δίνη σαν άνθρωπος το μαστάρι της για να τρέχη μπόλικο το γάλα κ' ένα παιδί, χωρίς να κλαίη, να φέρνη λαίμαργα από το ένα μαστάρι στάλλο το στόμα, παστρικό και χαρούμενο, επειδή η προβατίνα του έγλυφε με τη γλώσσα το πρόσωπο, άμα χόρταινε.

Και η μαύρη εληά της κόρης της εδιπλασιάσθη εκ της αποκαλυφθείσης πενίας του συγγενούς των. Ούτω λοιπόν έζη άγνωστος. Πρώτος δε πάντων, μετά μήνα ολόκληρον, ανεγνώρισεν αυτόν ο γέρων παντοπώλης, ο κυρ-Βαρσαμός, πολλάκις ταξειδεύσας εις την απέναντι θεσσαλικήν χώραν του Πηλίου, ίνα προμηθευθή πατάτες και σεσηπότα κάστανα, άτινα επώλει εις τα λαίμαργα παιδία, μια πεντάρα τρία. — Και να βρίσκωνται!

Κατόπ' είδα τον Τάνταλον, φρικτά βασανισμένον, ορθόντην λίμνη• τώγγιζεν εκείνη το πηγούνι• εδίψα, αλλά δεν πρόφθανε να πάρη καν ρανίδα• λαίμαργα ως έσκυφτε να πιή ο γέρος, εχανόνταν 585 το νερό κάτω ρουφηκτά, και γύρω του εις τα πόδια γη μαύρη εφανερόνονταν φρυμμένη από την μοίρα. και υψηλά δένδρα επάνωθε κρεμούσαν τον καρπό τους• απιδιαίς ήσαν, ροϊδιαίς, λαμπρόκαρπαις μηλέαις. και με συκιαίς γλυκόκαρπαις εληαίς θυμό γεμάταις. 590 και όσαις εξάμονε φοραίς ο γέρος να ταις πιάση. ταις έπαιρνεν ο άνεμοςτο σκιοφόρα νέφη.

Έτσι πάντα όταν διαβαίνουν, ακούς, το μακελιό, γέρνοντας στο χωριό απ τα λιβάδια κάτω. Τα κράζει, λέει, τ' αθώο αίμα τω σφαγμένων αδερφιών τους, που το πίνει η γη και το ρουφάνε λαίμαργα τα χώματα. Πάνε πάντα εκεί και μαζέβονται ολόγυρα. Αρχινάνε να χτυπούν τη γη με τα μπροστινά. Ανασκάφτουν, κολώνες σηκώνουν τα ματωμένα γύρω τα χώματα.

Ακαρτερούσαμε λαίμαργα, να ψήση η μάνα τα λαλάγκια, να μας ρίξη κανένα. — Δεν κάνει, μας έλεγε η μάνα, να κάμετε αρχή, πριν αποψηθούν όλα. Δεν το θέλει κι ο Χριστούλης μας! Οι ξερές οι λιοπυρίνες ελαμπάδωναν τόρα στη φωτογωνιά, που καθετόσο επαραγέμιζε το τζάκι η ψυχοπαίδα. Εξερότριζαν τα σπασμένα λιοκούκουτσα κάτουθε στη σιδεροστιά.

Άνθρωπος είμαι, άνθρωπος, και την ζωήν μου σύρω μ' ολίγα ψευτοδάκρυα, μ' ολίγα ψευτογέλοια, κι' άμα κυττάζω 'στά 'ψηλά και χαμηλά και γύρω όλα παντού μου φαίνονται τρελλού παππά Βαγγέλια. Άνθρωπος είμαι, άνθρωπος με χέρια και με πόδια, σκυλιά γαυγίζουν 'πίσω μου, με κουτουλούν οι τράγοι, τρώγω την γην, που του ζευγά την αυλακόνουν βώδια, πριν λαίμαργα την σάρκα μου εκείνη καταφάγη.

Και απάνω στα τουμπανιασμένα πτώματα, στα πρόσωπα τα χασκογέλαστα και αναμπαιχτικά, τα όρνια καλοκαθισμένα εβύθιζαν το ράμφος στη νεκρή σάρκα, έτρωγαν κ' εμασούσαν λαίμαργα και μόλις στον κρότο του επέταξαν κράζοντας, σαν να διαμαρτύρονταν που τα ενόχλησε στο πλούσιο φαγοπότι. Αρχίζει τόρα φριχτότερο του καπετάνιου το βάσανο.

Λέξη Της Ημέρας

χοντροπελέκητο

Άλλοι Ψάχνουν