United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε πρέπει να μ' είπης... — Τι; — Να μ' είπης και από πόσα. — Συ προσδιόρισε την πληρωμήν. — Όχι την πληρωμήν, να μ' είπης από πόσα σου χρειάζονται από κάθε είδος. Ο Γύφτος ησθάνετο στενοχωρίαν διότι τον εβίαζεν ο ξένος, να ομιλή παραπολλά. Από μακρού ήδη χρόνου δεν είχεν εκπέμψει τόσους φθόγγους ανθρωπίνους εκ του λάρυγγος.

Εάν δε κανείς ξένος νεοφερμένος επιθυμήση να φάγη οπωρικά, όταν περνά από τον δρόμον, τα μεν γενναία ας τα δρέπη, εάν θέλη, ο ίδιος και είς υπηρέτης του χωρίς πληρωμήν απολαμβάνων φιλοξενίαν, από τα άωρα όμως και τα παρόμοια ας εμποδίζη ο νόμος τους ξένους να δρέπουν.

Και αν καμμιά φορά την καλέσουν με πληρωμήν εις κανένα γεύμα, ούτε μεθά, διότι αυτό είνε άσχημον και οι άνδρες σιχαίνονται τις γυναίκες που έχουν αυτό το ελάττωμα, ούτε τρώγει λαίμαργα, όπως οι κακοσυνειθισμένοι άνθρωποι, αλλά πιάνει τα φαγητά με τα άκρα των δακτύλων και με σιωπήν τρώγει χωρίς να παραγεμίζη το στόμα και από τα δύο μέρη, και πίνει σιγά σιγά και δεν αδειάζει το ποτήρι διά μιας, αλλ' ολίγον κατ' ολίγον.

Ως εγγύησις εδίδοντο διά μεν την πληρωμήν των τόκων πάντα τα δημόσια έσοδα, διά δε την πληρωμήν του κεφαλαίου πάντα τα εθνικά κτήματα . — Εκρατούντο δ' εκ του κεφαλαίου και ποσά ικανά όπως εξασφαλισθή η πληρωμή των τόκων κατά τα δύο πρώτα έτη.

Τούτο δε διότι ήτο γνωστότατον ότι η θειά-Αχτίτσα είχεν ιδεί την προίκα της κόρης της πωλουμένην επί δημοπρασίας προς πληρωμήν των χρεών αναξίου γαμβρού, διότι ήτο έρημος και χήρα, και διότι ανέτρεφε τα δύο ορφανά έγγονά της μετερχομένη ποικίλα επαγγέλματα.

Ο κυρ-Μανουήλος προσεποιείτο ότι τον επίστευε· δεν ηδύνατο ν' αρνηθή απολύτως την πληρωμήν, καθόσον δεν είχεν οδηγίας να φθάση έως εκεί από τον Αλικιάδην και από τον Καψιμαΐδην. Εφρόντιζε μόνον ως καλός διαχειριστής και ως καλλίτερος έμπορος «να κόφτη» κάτι τι από τας απαιτήσεις του Λάμπρου.

Ο Δαρείος, επί της βασιλείας του, καλέσας τους εις την Περσίαν ευρισκομένους Έλληνας, τους ηρώτησε ποίαν πληρωμήν ήθελον διά να τρώγωσι τους πατέρας των αποθνήσκοντας· οι δε Έλληνες απεκρίθησαν ότι κατ' ουδένα τρόπον δεν συγκατετίθεντο να πράξωσι τούτο.

Δηλαδή οτιδήποτε άδικον και αν κάμη κανείς, είτε μέγα είτε μικρόν, ο νόμος θα τον διδάξη και θα τον αναγκάση γενικώς άλλην φοράν το τοιούτον ή να μη τολμήση ποτέ εκουσίως να το κάμη ή πάρα πολύ ολιγώτερον, έξω από την πληρωμήν της βλάβης.

Κάμε μου τότε από μίαν δωδεκάδα από όλα, είπεν ο ξένος. — Από τα χονδρά, ναι. Μα από τα ψιλά; — Τα ψιλά πώς λογαριάζονται, με το καντάρι; — Με το κοντάρι. — Κάμε λοιπόν από ένα καντάρι. — Πάγει καλά. Και πότε τα θέλεις; — Οπόταν ειμπορέσης, είπεν ο ξένος. — Και την πληρωμήν; ηρώτησεν ο Γύφτος. — Την πληρωμήν όρισέ την, απήντησεν ο ξένος.

Μετά πόσης χαράς τον ανεγνώρισα ! Ουδ' ήτο άμοιρος εγωϊσμού η ευχαρίστησίς μου, διότι απέκτων βοηθόν ασφαλή εις το επιχείρημά μου, έφερα δε εις τον γέροντα, ευπρόσδεκτον της συνδρομής του πληρωμήν, την χαροποιάν είδησιν ότι η θυγάτηρ του έζη. Αλλά πώς να συνεννοηθώ μετ' αυτού; Δεν ετόλμων ούτε να τον κράξω, ούτε να εισέλθω εντός του κήπου.