United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όξω οι πισκέφτες! όξω!.. Ο Βεργής πήγε να λιγοθυμήση που τάκουσε. Πώς ήθελε ο άμοιρος, νάταν αιώνας η στιγμή, να χορτάση την ακριβή του γυναικούλα! — Όξω οι πισκέφτες! όξω! όξω! ακούστηκε άγρια τόρα του φύλακα η φωνή. Ο Βεργής εχλώμιασε πλιότερο. Δάκρυ πικρό θόλωσε υγρά τα ματόκλαδά του κ' εκύλησε κάτω.

Ο Ψυχομάνης δαιμονισμένος δάγκανε τα μελανιασμένα του χείλη από θυμό. Εταπεινώθηκε στα μάτια κείνων, που τους είχε συνηθισμένους να ζαρώνουν πάντα μπροστά του. Δεν ήταν λίγο το κακό! Έτριξε τα δόντια όπως συνήθαε και πήγαινε να φρενιάση. Ο Καναβιός ελέφτερος τόρα απόξω, ξαναγύρισε πάλι σα νάθελε ο άμοιρος να συχωρέση τον Ψυχομάνη για το κακό που τούκαμε.

Ας έρθουν τώρα να σε βρουν οι Τούρκαι έρμο, κρύο, Και ας γλυτώση ο Θεός τα έρμα τα παιδιά σου. Αχ! γιατί ακόμα μια φορά, γιατί να μη 'μπορώ Να σε γλυτώσω ο άμοιρος! Αστέρι μου λαμπρό, Γιατί να σβύση σήμερατα νέφια των οχτρών σου! Γιατί να μη βρεθώ κ' εγώ απόψετων παιδιών σου Την ένδοξη την &έξοδο&, οπού θα να ξυπνήση Απόψε από τον ύπνο της Ανατολή και Δύσι!

Και τρίτος ο Φιλοίτιος, άρχος ανδρών, τότ' ήλθε, 185 κ' έφερνε στείραν δάμαλην κ' ερίφια των μνηστήρων. απ' την αντίκρυ στερεά τους πέρασαν περάταις, 'που κροβοδούν κάθ' άνθρωπον οπόταν τους ζητήση. εις την βροντερήν αίθουσα τα έδεσε αποκάτω κ' επήγετον χοιροβοσκό σιμά και τον ερώτα· 190 «Χοιροβοσκέ, ποιος είν' αυτός ο ξένος, 'που τώρ' ήλθε εις το παλάτι μας; και ποιών ανδρών καυχάτ' ότ' είναι γέννημ' αυτός; ποιαν γενεάν και ποιαν έχει πατρίδα; ο άμοιρος! και φαίνεταιτην όψι βασιλέας. αλλ' αφανίζουν οι θεοί τους περιπλανωμένους, 195 όταν τους κλώσουν συμφοραίς, και βασιλείς αν είναι».

Η Κυρά Λοξή ύψωσε πάλιν την χείρα εις τα χείλη, κρύπτουσα το μειδίαμα με την συνήθη χειρονομίαν της. — Πατριώτης μου είναι, είπε μετά τινας στιγμάς. Ο ιατρός την έβλεπε μειδιών. — Ο άμοιρος, επανέλαβεν η γραία, δεν έχει κανένα συγγενή, κανένα ιδικόν του. Τον γνωρίζω από παιδί. Κ' εγώ που σου μιλώ είμαι ξεκληρισμένη, — έρημη και μόνη. Τώρα κοντεύομεν κ' οι δύοτα τέλη.

την ξενιτειάν η δούλαις θ' αναπαίζαν, 370 ότ' επατούσ' ο άμοιρος ς' τα σπίτια των μεγάλων, ως αναπαίζουν τώρα σέ τούταις η σκύλαις όλαις. των μιαρών τους υβρισμούς μισείς και να σε νίψουν δεν στέργεις, ώστ' επρόσταξεν εμέ, 'που πρόθυμ' είμαι, η Πηνελόπ' η φρόνιμη του Ικαρίου κόρη. 375 τα πόδια θα σου νίψω εγώ χάριν της Πηνελόπης και χάριν σου, ότι ξύπνησαντα βάθη της ψυχής μου πόνοι πολλοί· και πρόσεχεαυτό που θα προφέρω· πολλ' ήλθαν ήδη ξένοι εδώ ταλαίπωροι, αλλ' ακόμη άνδρα δεν είδα εγώ ποτέ να ομοιάζη του Οδυσσέα, 380 ως εις το σώμα, 'ς την φωνή, 'ς τα πόδια, συ του ομοιάζεις».

Αυτός ο βασιλεύς είχε δύο υιούς, και ο μεν πρώτος ωνομάζετο Αϊδήν, ο δε δεύτερος Σχαζηνάν. Μετά τον θάνατον του πατρός των έλαβε τον θρόνον της βασιλείας ο πρώτος υιός Αϊδήν, ως διάδοχος κατά τους νόμους του βασιλείου· ο δε δεύτερος έμεινεν άμοιρος και έζη ως ιδιώτης και δούλος υπήκοος του αδελφού του.

Κάθισε ολίγον έξω εκεί εις την πέτραν, παππά μου, να ιδώ πρώτα τι γίνεται μέσα ο άμοιρος αυτός. Ο ιερεύς υπήκουσε σιωπών. Έλαβε το δέμα εκ του κόλπου του, το έλυσε με τας χείρας τρεμούσας ολίγον, έθεσε το περιτραχήλιον με τα εν αυτώ επί της πέτρας, απέθεσεν εκεί και το καλυμμαύχιον του, και με γυμνήν την κεφαλήν, τας χείρας σταυρωμένας επί του στήθους, επερίμενεν όρθιος τον γέροντα.

Αν ήρθες να κλάψης εδώ, τον αποπήρε πάλι η Παυλίνα, δε διάλεξες καλά. Τράβα το δρόμο σου και κλαίγε μοναχός σου... — Άκουσέ με, καλή μου κοπέλλα, ξαναείπε ο ξένος. Δυο λόγια έχω ακόμα να σου πω. Μέσα στην καλύβα, που ξεψύχησε δίπλα μου, ο άμοιρος, μούδωκε τα στερνά του χαιρετίσματα, ορκίζοντάς με να τα φέρω στην καλή του. Και μου' δωκε κ' ένα φυλακτό, που το είχε κρεμασμένο στο λαιμό του.

Τότε ο δύστηνος πατήρ έρρηξε την φωνήν εκείνην, την εξενεχθείσαν υπό εκατοντάδων μυριάδων έκτοτε, και τόσω βαθέως αρμόζουσαν εις γενεάν ήτις, καθώς η ημετέρα, εχαρακτηρίσθη ως άμοιρος μεν πίστεως, αλλά τρομάζουσα προς την απιστίαν: «