Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Και της άλλες μέρες, καθώς συνέβη ν' αφήση ο Βασιληάς το Τινταγκέλ για να πάη στης δίκες του Σαιν-Λουβέν, ο Τριστάνος ξαναγύρισε στου Όρρι, και τόλμησε κάθε πρωίμε τον ήλιο! — να γλυστράη από τον κήπο ως της αίθουσες των γυναικών. Ένας σκλάβος τον έπιασε, κ' έτρεξε να βρη τον Αντρέ, τον Ντενοαλέν, και τον Γκοντοΐν. «Άρχοντες, το θερίο που το νομίζετε μακρυά ξαναγύρισε στη φωληά. — Ποιος;

Σικελία, Κρήτη, Πελοπόννησο, μεγάλο μέρος της καθαυτό Ελλάδας, Δαλματία, Βορεινή Αφρική, όλες αυτές οι χώρες, λίγο πολύ ρημαχτήκανε. Φαίνεται πως τραβήχτηκε κ' η θάλασσα κάμποσο διάστημα πίσω, και μάζευε, λέει, ο κόσμος ψάρια στον πάτο της! Έπειτα ξαναγύρισε με τέτοιαν ορμή, που καράβια βρεθήκανε σε στέγες σπιτιώνε!

Θα ξανάρθω αύριο. Τριφτήτε με την αλοιφή, φάτε, κοιμηθήτε. Ο Αγαθούλης, παρ' όλα του τα βάσανα, έφαγε και κοιμήθηκε. Το πρωί η γρηά τούφερε το πρόγευμά του, ξέτασε τη ράχη του, την έτριψε η ίδια με μιαν άλλη αλοιφή· τούφερε κατόπι να γευματίση και το βράδι ξαναγύρισε και τούφερε να δειπνήση. Την μεθαυριανή μέρα τούκαμε τις ίδιες περιποιήσεις. — Ποιά είστε, τη ρωτούσε πάντα ο Αγαθούλης.

Ας σου πω μονάχα πως ήρθε μετά χρόνια πολλά στον τόπο μας καραβοτσακισμένος ο γέρο Βασίλης. Κι από τότες δεν ξαναγύρισε στη πατρίδα του παρά μια φορά, που πήγε και ξέχωσε τα κόκκαλα της γυναίκας και του παιδιού του, και τάβαλε στο κοιμητήριο, και τους έκαμε μνημόσυνο, και γύρισε πάλι πίσω, γιατί δικό του δεν μπόρεσε να ξανάβρη κανένανε.

Από πίσω τα σκυλιά ουρλιάζανε ακόμα, τον κυνηγούσανε με τις φωνές τους, ως που χάθηκε απ' τα μάτια τους. Ο Μιχαληός ο Μακαράς ξαναγύρισε στον καφενέ. — Κακός μπελλάς! είπε ξαναπαίρνοντας το σκαμνί του δίπλα στον Καπετάν Γιάννη τον Μελαχροινό. Κακός μπελλάς. Από τότε που τούστρηψεπέντε χρόνια πάνε τώραπες πως έχουνε λείψανο μες στο σπίτι του. Καθημερινό λείψανο.

Χωρίς να προφέρη λέξη γύρισε και πήγε στη μικρή κάμαρα του Σβεν. Έμεινε πολλή ώρα εκεί κι όταν ξαναγύρισε, είδα πως είχε κλάψει, όχι όμως από θλίψη. Εκεί όμως που καθόμουνα μόνος και την περίμενα, συλλογίστηκα πως δεν είχε ανοίξει ποτέ μπροστά μου την πόρτα της μικρής κάμαρας και να μπη μέσα να κάμη την προσευχή της.

Φίλησε τα δάκρυά της και της χάιδεψε το χλωμό πρόσωπο. — Γιατί δεν κοιμάσαι, όμορφη χήρα; Σούφερα ένα γλυκό όνειρο... — Ο ύπνος έφυγε από τα βλέφαρά μου και τόνειρό μου το βλέπω μ' ανοικτά τα μάτια... Η όμορφη χήρα συλλογιζότανε τον καλό της, που την άφησε κ' έφυγε τόσο βιαστικά, λέγοντάς της πως θα ξαναγυρίση και δεν ξαναγύρισε.

Κι αφού πέρασε από την Καισάρεια κ' έβγαλε επιτάφιο λόγο του Βασιλείου, πεθαμμένου τότες και μερικούς μήνες, ξαναγύρισε στην πατρίδα του την Αριανζό, κ' εκεί πέρασε όση ζωή τούμνησκε γράφοντας στίχους και καλλιεργώντας το περιβόλι του. Απέθανε στα 389.

Ο Αγαθούλης απελπισμένος και κατάπληχτος τον χάνει σε λίγο από τα μάτια του. Αλίμονο! να μια κατεργαριά άξια του παλαιού Κόσμου. Ξαναγύρισε στην παραλία συντριμμένος από τη λύπη: γιατί, επί τέλους, έχασε περιουσία δέκα βασιλιάδων.

Και δεν ξαναγύρισε γιατί ο Χάρος τον βρήκε στο δρόμο του και τον πήρε μαζή του. Σαν είδε το φεγγάρι, αντρείεψε ο καϋμός της. — Φεγγαράκι μου, δείξε μου το δρόμο, να πάω να βρω τον καλό μου. Το φεγγαράκι χάιδεψε τα ξανθά της μαλλιά με καλοσύνη.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν