United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μπήκα το λοιπόν, και από κάμαρα σε κάμαρα, μπρος ο δούλος πίσω εγώ, βρέθηκα μπροστάτον κυρ Αγησίλαο. Τι σπίτι, καϋμένη Μαριώ! Καλά που έβαλα τα καινούργια μου παπούτσια. — Ουφ, καϋμένε . . . λέγε τι σου είπε, και άφησε της φλυαρίαις. — Τι μου είπε; και θυμάμαι θαρρείς; Τι κάνουμε, πώς περνούμε, πόσα παιδιά έχομε . . . αν είμαστε στενοχωρημένοι, χίλια δυο.

Κανένας δε με κρατάει. Αχ! Πνίγομαι. Πνίγομαι. ΜΙΣΤΡΑΣΜπάρμ-Αργύρη, γλήγορα, για το Θεό, τρέξε. Στην κάμαρά μου, απάνω στο γραφείο μου είναι ένα κουτάκι, ένα μπουκαλάκι. Φέρτα γρήγορα! Τρέχα! Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΔυστυχία μου, δυστυχία μου! Δεν είναι τίποτα Τάσσο! Η αγγίνα σου. Ησύχασε. Θα περάση . . . Τώρα θα σου κάνω εγώ ό,τι πρέπει. ΦΛΕΡΗΣΤη Λέλα! Θέλω να ιδώ τη Λέλα. ΜΙΣΤΡΑΣ — Η Δώρα!

Ήταν η ίδια κάμαρα πού με εδέχθηκε προ τρία χρόνια παίζοντας με το γάτο, με τη διαφορά πως αντίς κεντητό φεσάκι εφορούσε τώρα εις το κεφάλι μια φούσκα με πάγο και εις τα πόδια αντίς παντόφλες συναπισμούς. Με όλο του το χάλι του απέμεινεν ακέραιο το λογικό.

Αν πεθάνω στο σπίτι, φροντίστε, αν είναι δυνατό, να με βάλετε στην κάσα μέσα στην κάμαρα του Σβεν. Ευχαριστώ για όλα, όλα. Είμουνα όμως ένας δυστυχισμένος άνθρωπος και δεν μπορούσα να ζήσω μ' όλην την αγάπη και τη στοργή. Η Έλσα σας.» Κ' έτσι της φορέσαμε το λευκό φόρεμα, που δεν το είχε ξαναφορέσει από τον καιρό που έπαψε να χαίρεται για καθετίς που είτανε γήινο.

Κατόπιν γύρισε ο ντον Τζάμε….. Όταν το θυμόταν αυτό μια αντάρα σαν από καταιγίδα αχολογούσε μες στο μυαλό της Νοέμι και κάθε φορά ένοιωθε την ανάγκη ν’ αλλάζει θέση, σαν να ήθελε ν’ απαλλαγεί από έναν εφιάλτη. Έτσι, σηκώθηκε και ανέβηκε στην κάμαρά της, στην ίδια όπου κάποτε κοιμόταν με τη Λία.

Έτρεξαν οι γιατροί, μαζεύτηκαν όλοι γύρω της. Μα η γιαγιά δεν εμίλησε. Μέρες πολλές δεν έβγαλε λόγο. Καθότανε σαν πεθαμένη στο κρεββάτι της και μόνο κινούσε κάποτεκάποτε το δεξί της χέρι στον αέρα, για να ζητήση κάτι. Εγώ έμπαινα κρυφά στην κάμαρά της, της έπιανα το χέρι της και το φιλούσα. — Γιαγιά! άνοιξε το στόμα σου, γιαγιά, και πες μου τι έγινε το βασιλόπουλο. Πες μου το εμένα κρυφά.

Ο Μανάρας ήταν από τοις πλούσιοι χωρικοί· πολύ έξυπνος και πολύ άξιος άνθρωπος, εφημηζότανε και για πολύ τολμηρός λαθρέμπορος. Ο παππάς Συνέσιος εβυθίσθηκε σε ύπνο βαθύ και μόνο αργά πλιο, απόσπερνα, ήλθε το Βαγγελάκι κ' εμπήκε στην κάμαρά του, όπου έμεινε πολλή ώρα.

Κατοικούσα κάπου εδώ, σ' έν απ' αυτά τ' αψηλά τα σπίτια. Αψηλά όχι τόσο από την πολλή την αρχοντιά τους, όσο από τη φτώχεια τους. Χτίζουνε μια κάμαρα, απάνω της χτίζουνε άλλη κάμαρα, έπειτα άλλη κι απάνω απάνω είναι ο ηλιακός. Εκεί καθίζεις το βράδυ, και βλέπεις τον ουρανό με τάστρα, τη θάλασσα με τα καράβια, και την Πόλη με τους μιναρέδες.

Θα στείλω να φωνάξω το γιατρό. Οι παραπάνω, ΜΠΑΡΜΠ-ΑΡΓΥΡΗΣ Δεν είναι πια ζωή αυτή. Βαρέθηκα με τα σωστά μου .. . ΛΕΛΑΝα ο Μπάρμπ-Αργύρης. Θα τον παρακαλέσω να πάη για το γιατρό.... Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ. Καλησπέρα σας. Καλησπέρα κυρία μου. Μήπως είδατε την κυρία Δώρα αποδώ; ΛΕΛΑΌχι Μ-Αργύρη δε φάνηκε. Ίσως είναι στη κάμαρά της. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Ο πατέρας της ανησυχεί που δεν κατέβηκε ακόμα κάτω.

Οπού σε τρύπα λογιαστή, ζωγραφιστή καμάρα, 85 Βασιλικά μ' ανάστησε μ' αγάπη και λαχτάρα, Σε χάιδια και σ' ανάπαψες, σε χίλια διο παιγνίδια Και μ' έθρεψε με κάστανα, με σύκα, με καρύδια· Και με λογής λογιών γλυκά, που ο νους σου δε χωράει, Γιατί δεν τα ίδες πουθενά, ποτέ δεν τα 'χεις φάη. 90 Πώς είναι τώρα δυνατό να φιλιοθούμε αντάμα, Οπού δεν έχομε όμιασι μηδέ καν σ' ένα πράμμα.