United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανησύχησε φοβερά έτρεξε στο σπίτι, εβρόντησε κ' ευθύς η πόρτα ανοίχτηκε, εμπήκε μέσα και την εκλείδωσε. Ας δούμε ως τόσο τι εγινότανε μέσα. Το σπίτι ήταν χωρισμένο σε δύο μεγάλες κάμαρες, με νωποασβεστωμένο το χωματένιο τους πάτωμα.

Θα πάρω το Σμαρώ γυναίκα μου. Τέλος όταν επέθανεν ο καπετάν Τραχήλης έγινε σύντροφος στη σκούνα ο Κάργας. Αλλά μόλις εκλείσαμε τα συμβόλαια εμπήκε μέσα διαφορετικός. — Το δοιάκι, λέγει, δε μ' αρέσει. — Μα γιατί ; — Έτσι· έχει κεφάλι φιδιού. Να το κάνουμε σκύλινο. — Μα τι σε πειράζει φίδισκυλί; Τη δουλειά του την κάνει. — Δεν την κάνει. Και φραπ! στη φωτιά το δοιάκι. Έκαμε σκύλινο.

Σαν εμπήκε, μαυροντυμένη νυφούλα, στην αυλή του μοναστηριού, προχώρησε αλαφροπατώντας στο παχύ χορτάρι και στάθηκε μπροστά στο μνήμα του καλού της. Τα δάκρυά της τρέχανε σιγαλά μέσα στο φως κάτω απ' τη μαύρη μαντήλα, όπως τρέχανε κάτω απ' το λευκό πέπλο, την ώρα του γάμου. Κάθισε στη ρίζα του κυπαρισσιού κι' αγκάλιασε την πέτρα του τάφου.

Πώς τα άρπαξα όλ' αυτά! — Αχ! δεν σκεπτόμουνα πως αυτός ο δρόμος θα με έφερνε εδώ! — Έσω ήσυχη σε παρακαλώ, έσω ήσυχη! »Είναι γεμάτα. — Κτυπάει δώδεκα! Ας γείνη λοιπόν! — Καρολίνα! Χαίρε! χαίρεΈνας γείτονας είδε την λάμψη της μπαρούτης και άκουσε τον κρότον επειδή όμως ήτανε ησυχία δεν έδωκε περισσότερη σημασία. Το πρωί κατά τας έξ εμπήκε ο υπηρέτης με το φως.

Αγαπητή Καρολίνα, αφήστε μου ακόμη λίγο καιρό σε ησυχία, όλα θα διορθωθούν! — Ένα πράγμα μόνον σας ζητώ, Βέρθερε: να μην έλθετε πρώτα από τη βραδειά των Χριστουγέννων.! — Πριν να προφθάση ν' απαντήση εμπήκε στην κάμαρα ο Αλβέρτος. Είπαν το «καλησπέρα» με ψυχρότητα και άρχησαν να περιπατούν μαζί στο δωμάτιο με αμηχανία.

Την ερχομένην νύκτα ο κακότροπος βεζύρης πέρνει δύο πιστούς σκλάβους, και πηγαίνει εις το κοιμητήριον και ανοίγοντάς το εμπήκε μέσα· και έβγαλε τον Αμπτούλ από το κιβούρι και του έδωσαν ένα πιοτόν, και ευθύς που το έβαλεν εις το στόμα εσυνήλθεν εις τον εαυτόν του ο Αμπτούλ, και ανοίγοντάς τα μάτια του είδε τον βεζύρην και τον εγνώρισεν.

Εφάνηκε να τρεμουλιάζη από την κορφή ως τα νύχια. Δισταγμός κάποιος εμπήκε στην ψυχή του· κρύος φόβος επάγωσε τον νου του κ' εσταμάτησε. Εδοκίμασε πάλι να κινηθή, εταλαντεύθηκεν, έκαμε δυο κλωθογυρίσματα στον τόπο του κ' εστάθηκε πάλιν ακίνητος, σμίγοντας τη θάλασσα με τον ουρανό πύργος γυάλινος. — Δεν κάναμε τίποτα· είπε πικραμένος ο καπετάνιος στον ναύκληρο. — Τίποτα· το βλέπω κ' εγώ.

Σαν είδε πια που εχώνεψε αγνάντια σταγκωνάρι, βάρεσε τη γροθιά του μ' ορμή στην πόρτα πίσω· μανιασμένος, άγριος τη βλαστήμησε, — σα νάχε ψυχή αφτή, κ' ένιωθε τον πικρόν καημό του·Αχ! αντρογυνοχωρίστρα! Κ' εμπήκε καταλυπημένος στο δωμάτιο. Αποτότε κ' ύστερα τη βαριά σιδεροκάρφωτην πόρτα του Ένα , τη λέγαμ' Αντρογυνοχωρίστρα . Πώς της άξιζε, αλήθεια, τόνομα! Χ Ι Ο Ν Ο

Είπε καιτα καλόκτιστα δώματα ευθύς εμπήκε, κ' εδιάβηκε το μέγαρο προς τους λαμπρούς μνηστήραις. 325 αλλά τον Άργον ηύρηκε του μαύρου χάρου η μοίρα, άματον χρόνον εικοστόν είδε τον Οδυσσέα.

Ως τόσον έφθασεν η νύκτα, και έφεραν τον Κουλούφ εις τον νυμφικόν θάλαμον, εις τον οποίον ευθύς που τον έμπασαν έσβυσαν το φως, και έμεινεν εις το σκοτάδι με την Κυράν, η οποία είχεν υπάγει εις το κρεββάτι εμπροστήτερα απ' αυτόν. Αυτός σαν έκλεισε την πόρτα με διπλά σίδερα εγδύθη και επήγε διά να εύρη το κρεββάτι ψηλαφώντας, και ευρίσκοντάς το εμπήκε σιμά εις την γυναίκα του.