Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025


Τι καλός που είσαι! είπεν εκείνη. Εκείνος επήρε βιβλίον και εκάθησεν απέναντί της. Βυθισμένος εις την ανάγνωσιν, δεν παρετήρησεν ότι η σύζυγος είχεν αποκοιμηθή. Αίφνης ήκουσε ψιθυρισμόν: — «Φύγε, φύγεΠαρετήρησε την σύζυγον, ης τα χείλη εκινούντο ηρέμα. Ανησύχησε και απέθεσε το βιβλίον. Αλλ' ο ύπνος της νεαράς γυναικός μετ' ολίγον εγένετο ησυχώτερος.

Ο Μ-Αργύρης φέρνει το καλαμάρι και το βάζει σ' ένα μικρό τραπεζάκι. Η Δώρα κάθεται κι' αρχίζει να γράφη. Δεν πας να ιδής Μπάρμπ-Αργύρη μήπως σε θέλει τίποτε ο μπαμπάς; Μ' ανησύχησε σήμερα. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΑυτό έλεγα κ' εγώ κοκκώνα μου. Πάω. Φαντάζομαι τι παράπονα θάχης μ' εμένα. Θα λες πως ξελογιάσθηκα και ξέχασα τις ωραίες μέρες που περάσαμε στο μοναστήρι μαζή.

Η θεία Νοέμι όμως ανησύχησε λίγο σήμερα, επειδή η θεία Έστερ μου έλεγε ότι δεν μπορεί να μαζέψει τα λεφτά για τους φόρους. Έτσι είναι! Ξοδεύουν για μένα και από μένα δεν θέλουν τίποτα! Εγώ είπα στη θεία Έστερ: μην ανησυχείτε, θα πάω εγώ στον φοροεισπράκτορα…- Πόσο θύμωσε η θεία Νοέμι! Τα μάτια ήταν σαν λυσσασμένης γάτας. Δεν τη φανταζόμουν τόσο ευέξαπτη.

Ήτο δύσκολον να περάση ημέρα χωρίς να την ίδη μίαν φοράν τουλάχιστον και άλλος προσεκτικώτερος του Μανώλη θα έφθανεν εκ τούτου εις το συμπέρασμα ότι η χήρα επεδίωκε την συνάντησίν του. Αλλ' ενώ κατά τας άλλας ημέρας η συνάντησις εκείνη δεν δυσηρέστει τον Μανώλην, την ημέραν εκείνην τον ανησύχησε. Παραδόξως όμως η Καλιώ δεν εφαίνετο θυμωμένη. — Ως πού, Μανωλιό; τον ηρώτησεν.

Το πρώτο, που έκαμε, ήτανε να ρωτήση, αν ήτανε γυναίκα του λοχαγού. Το ύφος με το οποίον έκαμε την ερώτηση αυτή, ανησύχησε τον Αγαθούλη. Δεν τόλμησε να πη, πως ήτανε γυναίκα του, γιατί πραγματικά δεν ήτανε· δεν τόλμησε να πη, πως ήταν αδερφή του, γιατί επίσης δεν ήτανε.

Έκλεισε την πόρτα σιγά και γύρισε στο δωμάτιό του· έπεσε, παρά κάθισε στο γραφείο του, έβαλε το κεφάλι στα χέρια και μπήκε σε συλλόηση. Τις άλλες μέρες που ήταν αφωσιωμένος με τη συντροφιά των σοφών και τις ανασκαφές δε λογάριασε καθόλου την απουσία της μάννας του. Γυναικεία πείσματα, είπε, θα περάσουν. Τώρα όμως που δεν είχε σε ποιόν να μεταδώση τη χαρά του ανησύχησε. Ήταν αλήθεια το λοιπόν!

Ανησύχησε φοβερά έτρεξε στο σπίτι, εβρόντησε κ' ευθύς η πόρτα ανοίχτηκε, εμπήκε μέσα και την εκλείδωσε. Ας δούμε ως τόσο τι εγινότανε μέσα. Το σπίτι ήταν χωρισμένο σε δύο μεγάλες κάμαρες, με νωποασβεστωμένο το χωματένιο τους πάτωμα.

Φτάνει που πίστευε πως εκειό που έκανε ήταν και σωστό. Τώρα είπε ναρνηθή το θάμα και τ' αρνήθηκε. Δε θα βγη από το σπίτι του, δε θα πάη πουθενά, δε θέλει να ιδή τίποτα!... Η συγκίνηση όμως του λαού τον ανησύχησε. Όσο πρόβαινε η μέρα, τόσο βασανιζότανε. Δυο ψυχές και δυο εποχές πάλαιβαν μέσα του.

«Θα κάνη όλες τις δουλιές, ναι· θ' ακούη τα λόγια της κυρίας της· θα δέχεται τις παραξενιές του κυρίου· θα είνε καθαρή, λιγόλογη και τίμια. Μα... θα βγαίνη στο παράθυρο συχνά, θα βγαίνη και στους δρόμους συχνότερα... Συχνότερα στους δρόμους; η κυρία Μαχαλά ανησύχησε. Τι την ήθελε λοιπόν; Δούλα θάμπαζε ή κυρά; Άναψε, φουρκίστηκε· έβρισε την Αστυνομία, τους δουλομεσίτες, την εποχή μας.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν