Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Από τ' αριστερό τραπεζάκι, που χρησίμευε και για μικρό γραφείο με σωρούς βιβλίων απάνω του μ' ένα καλαμάρι, και δυο τρία δεκάρια άσπρου χαρτιού, ο κυρ γιατρός του φαρμακείου, ένας γέρος μεγαλόσωμος διαβάζοντας από πολλή ώρα την «Ακρόπολη», χωρίς να καλοσηκώση το κεφάλι του, αποκρίθηκε στενοχωρημένα, φυσώντας με τα πλατειά ρουθούνια του: — Ε! ποιος με ζητάει; εδώ είμαι!
Ο Μ-Αργύρης φέρνει το καλαμάρι και το βάζει σ' ένα μικρό τραπεζάκι. Η Δώρα κάθεται κι' αρχίζει να γράφη. Δεν πας να ιδής Μπάρμπ-Αργύρη μήπως σε θέλει τίποτε ο μπαμπάς; Μ' ανησύχησε σήμερα. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Αυτό έλεγα κ' εγώ κοκκώνα μου. Πάω. Φαντάζομαι τι παράπονα θάχης μ' εμένα. Θα λες πως ξελογιάσθηκα και ξέχασα τις ωραίες μέρες που περάσαμε στο μοναστήρι μαζή.
Κάλλια, αντίς να της βρης όνομα, να της έβρισκες γιατρικό. Τόμους αλάκαιρους μας κατεβάζεις κι άμα είναι να γράψης γράμμα, η πέννα σου ξερή και το καλαμάρι σου γεμάτο άμμο. Έννοια σου, καλέ μου.
Με τον φύλακα ς' τον ώμο, με το καλαμάρι 'ς το ένα χέρι, και μ' ένα κομμάτι ψωμί 'ς το άλλο· και μου λέει: θαρθώ μάννα, θαρθώ μάννα! Κ' εκεί το χάνω και ξυπνώ. Και ήρχισε να κλαίη η γραία. Και πάλιν εψιθύρισε: Τ' αυτιά μ' κάμανε. Δεν ήταν τίποτε. Η νεάνις έβλεπε προς την ευρείαν κυανήν θάλασσαν, αφαιρεθείσα εις μίαν σκούναν η οποία με όλα τα πανιά, επλησίαζε προς τον λιμένα, κατάπριμα.
Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Κάτω στο καφενείο. Τώχουνε στρώσει στα χαρτιά. ΔΩΡΑ — Τι έχει ο μπαμπάς σήμερα, Μπάρμπ-Αργύρη; Μου φαίνεται συλλογισμένος. Και τι χλωμός που ήτανε το πρωί! Σαν να μην είχε κοιμηθεί όλη τη νύχτα. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Μπα! Πώς; Κοιμήθηκε. Δεν είνε τίποτε. Νευρικά είνε. Τα συνειθίζει ο αφέντης. ΔΩΡΑ — Φέρε μου ένα καλαμάρι Μπάρμπ-Αργύρη. Έχω να γράφω μερικές κάρτες για το Μοναστήρι.
Με την πέννα και το καλαμάρι στην τζέπη, τράβα, εσύ από το ένα στάλλο χωριό, και στο δρόμο, κάθου απάνω στο μουλάρι, να συλλογιέσαι για επιστήμη και για τέχνη! Εφτυχισμένο κοριτσάκι που δε γράφεις, πόσο σε ζουλέβω! Όσες ανοησίες κι αν ακούσης, ό τι κι αν πουν οι δασκάλοι, εσένα δε σε νοιάζει. Και γω θα γίνω τώρα σαν και σένα. Να χολοσκάνη κανείς, δεν αξίζει.
Κι απάνω στα ράφια μαύριζαν λίγες φυλλάδες η μια απάνω στην άλλη, σκεπασμένες με παχιά σκόνη ποιος ξέρει από τι καιρό, ένα μπρούζινο καλαμάρι μικρό και μια μαύρη παλιά καλογερική σκούφια. Ύστερ' από το δείπνο, πούταν λιάνωμα, ψημμένο βετούλι, βγήκαμε κ' εμείς στην αυλή όξω.
Ο καλόγηρος εδίδασκε τα κοινά ή εκκλησιαστικά λεγόμενα γράμματα και κατήρτιζεν αναγνώστας, δυναμένους να ψάλλουν εις την εκκλησίαν και φέροντας εις την ζώνην, ως έμβλημα της αξίας των, το μακρόν ορειχάλκινον καλαμάρι. Αλλ' εις διάστημα δεκαπέντε ημερών ο Μανώλης δεν κατόρθωσε να μάθη τίποτε περισσότερον από την φράσιν «Σταυρέ βοήθει», την οποίαν προέτασσον τότε του αλφαβήτου.
Ασημένιο καλαμάρι και μαλαματένια κοντυλοθήκη στη μέση, ζώνη ολόχρυση, και κάμποσα άλλα πολύτιμα και βασιλικά στολίδια. Σαν έμπαινε στο χρυσό κι αψηλόστεκό του αμάξι να ξεκινήση, καταστόλιστοι δορυφόροι τονέ συνόδευαν, και κράχτης ξεσπαθωμένος έτρεχε από μπρος φωνάζοντας νανοίξουνε τόπο. Και σαν παρουσιάζουνταν πουθενά, όλοι γονάτιζαν. Έπαρχο δικό της η Κωσταντινούπολη στην αρχή δεν είχε.
Και επειδή ήθελα να αντιγράψω απ' εκείνα τα βιβλία κανένα κεφάλαιον, ή άλλο που μου έκανε χρεία, και μην έχοντας τα αναγκαία, ευθύς επρόσταξα τα πνεύματα, που ήτον οι πιστοί μου σκλάβοι, και εν τω άμα μου έφεραν χαρτί, καλαμάρι, και άλλα που μου έκαναν χρείαν. Έλαβον παρομοίαν επιμέλειαν διά να με κυβερνήσουν από φαγητά, οπόταν έσωσα το μαντζούνι μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν