United States or United States Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Νόμιζα τότε πως σ' αγαπούσα και πως είμουνα ευτυχισμένη. Είτανε γιατί δε γνώριζα τίποτε και δεν εννοούσα τίποτε. Τώρα γνωρίζω τι σημαίνει και θέλω να σ' ευχαριστήσω. Πριν προφτάσω να το εμποδίσω, άρπαξε το αριστερό μου χέρι και το φίλησε κι όταν έκαμα να το τραβήξω, το κράτησε σφιχτά και το ξαναφίλησε στο μέρος που φορούσα το δαχτυλίδι.

Ύστερ' από καμμιά δεκαριά μέρες απαντηθήκαμε σ' ένα στενό κατηφορικό δρόμο του χωριού. Εγώ ανέβαινα κι αυτή κατέβαινε. Βαστούσε στ' αριστερό χέρι της κατιφένιο σακκουλάκι, πλουμισμένο με μετάξι απ' όξω και γιομάτο από βιβλιαράκια. Ήτον πρωί ακόμα. Δεν είχε πάει δυο βουκέντρες ο ήλιος. Χαιρετιστήκαμε.

Είπε ακόμα μια φορά τόνομα του Σβεν, σα να ήθελε να πη πως τον βλέπει, πως πηγαίνει σ' αυτόν. Μα έπειτα σωριάστηκε. Και μεις καθόμαστε κει χωρίς πνοή, περιμένοντας αχόρταστα ένα σημάδι πως δε μας άφησε ακόμα, πως δε μας έφυγε ακόμα. Τότε άνοιξε το αριστερό της μάτι, σαν το Σβεν μια φορά, και το βλέμμα της γύρεψε το δικό μου. Έσκυψα απάνω της κ' είδα πως πολεμούσε να μιλήση.

Ο Κλεόδημος λ.χ. έλεγεν ότι αν πάρη κανείς με το αριστερό χέρι από χάμω το δόντι αρουραίου ποντικού, ο οποίος να έχη φονευθή όπως προηγουμένως ανέφερε, και το περιτυλίξη με δέρμα λέοντος που να έχη προσφάτως γδαρθή, να το κρεμάση δε εις τα σκέλη του, αμέσως παύουν οι πόνοι των ρευματισμών.

Οι Τούρκοι όμως τάχρισαν όταν έκαμαν το ναό τζαμί, κ' έγραψαν αποπάνω αραβικά ρητά, κ' έτσι έμειναν ως τα 1847, που ο Σουλτάν Μετζίτης έβαλε Γάλλο μάστορη, το Φασσάτη, κ' έξυσε το χρίσιμο και ξανακαθάρισε τις ζουγραφιές. Μια τους παρασταίνει Άγγελο μέσα σε χρυσωμένο ουρανό με σφαίρα στ' αριστερό και κοντάρι στο δεξί χέρι, και τα διάπλατα φτερούγια του κατεβαίνουν ως χάμου.

Μου είπε να εύρω τα ίχνη των ποδιών της, να πατήσω εις το αριστερό με το δεξί μου πόδι και εις το δεξιόν με το αριστερό και αφού τα χαλάσω να λέγω: Πατώ επάνω σου και από κάτω μου σ' έχω. Και το έκαμα όπως μου παράγγειλε. ΜΕΛ. Λοιπόν, Βακχί, μην παραμελήσης, μην παραμελήσης σε παρακαλώ, αλλά φέρε μου αυτή τη γυναίκα.

Να ξενυχτήσω Να μη χαθώ. Αποριμμένο Σε άγρια αγκάθια, Πικρά μου χάδια Και ξενητιαίς. Θρηνόντας μένω, Και εκεί διαβαίνω Κακαίς νυχτιαίς. Κι' εκεί που στέκω Μαμουριασμένο, Και μαραμένο Θρηνολογώ, Νια, βλέπω, βγαίνει. Νια αρματομένη, Σαν κυνηγό. Βαστάει δίχτια, Δίχτια ασημένια, Συρματερένια Στ' αριστερό Και στη δεξιά της, Με τ' άρματά της, Κλουβί αργυρό.

Κι όσο θα τραβούμε μπροστά, τα δέντρα θα γίνουνται πυκνότερα, τα φύλλα τους χοντρή μάζα που δε θα την περνά ο ήλιος, το χορτάρι ψηλό ως το γόνα. Και θ' ανασηκώσης τότε το φορεματάκι σου με τ' αριστερό σου χεράκι, και μέσα στο μυστήριο και στη βαθειά σιγαλιά του δάσους, θα φανή πιο μεθυστική και πιο καλοπλασμένη η στρογγυλή σου γάμπα με τη μεταξωτή μαύρη κάλτσα σου.

Η Νοέμι χαμογέλασε με ένα χαμόγελο όμως στραβό που έφερε το στόμα και το μάτι της προς το αριστερό της αυτί. «Έφις», είπε με ύφος αυστηρό, «μιλάμε για τον Τζατσίντο. Εσύ, όταν ήταν να έρθει, είπες: «Εάν η συμπεριφορά του είναι άσχημη, εγώ θα τον ξαποστείλω». Το είπες ή όχι;» «Το είπα.» «Τότε να κρατήσεις τον λόγο σου. Ο Τζατσίντο είναι η καταστροφή μας.» Ο Έφις χαμήλωσε για μια στιγμή το κεφάλι.

Καθένας είχε το καρδιοχτύπι του ώστε να ιδή τον νεκρό μήπως ήταν παιδί, αδερφός, συγγενής, φίλος. Όλοι έτρεμαν από την αβεβαιότητα. Τέλος έφτασε και η μηχανή του Πίπιζα και πρώτος επήδησε στην αμμουδιά ο πατέρας σου. Ωιμέ το φριχτό θέαμα! Ο Νικόλας Ραφαλιάς ήταν νεκρός στον άμμο με μια πληγή ορθάνοιχτη στο αριστερό πλευρό κάτω από την αμασχάλη. Για το μελάτι ο πατέρας σου εσκότωσε τον αδερφό του.