Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Την κορώνα ως τόσο στο φριχτό εκείνο δράμα τη θέτει ο μεγάλος κατατρεγμός των καιρών του Διοκλητιανού . Είχαν τότες καταντήσει τόσο δυνατοί οι Χριστιανοί που άρχιζαν και στ' ανοιχτά να τους φοβερίζουν τους Εθνικούς, και να προφητεύουν πως μετρημένες πια είναι οι μέρες τους.
Κι' αν μώρθη γιε μου θάνατος κι' αν μώρθη γιε μ' αρρώστια Κι' αν τύχη πίκρα ή χαρά ποιος θα μου τηνε φέρει; Εγώ! απαντάει εκείνος με άσκοπη προθυμία βάζοντας όρκο φριχτό. Κ' έτσι εκατάφερε να χωρίση την Αρετή από τη φαμελιά της. Δεν επέρασεν όμως πολύς καιρός και οι φόβοι της μάνας αλήθεψαν. Φριχτό θανατικό έπεσε στη χώρα! Εσάρωσε κόσμο και κοσμάκη, εσάρωσε και της δόλιας μάνας τα εννιά παιδιά!
Έφεγγαν τακόλαστα μάτια τους από χαρά σα διαβολική, μύρια ουρλιάσματα βγάζανε τα ορθάνοιχτα στόματά τους, ο βαρύς ο αχνός της αναπνοής τους έλεγες και την έπνιγε, όση ζωή της έμενε σε τέτοιο τρυφερό κορμί της κακόμοιρης. Γύρισε ο μισοζώντανος ο Ζανουλάκης, έρριξε θολή ματιά στο φριχτό το κακούργημα, και με βαρύ και κλαψάρικο γογγυτό αφίνει το στερνό του ανασασμό.
Με κοιτάζουν χαζεύοντας μια ώρα τόρα κι όλο κάτι ψιθυρίζουν. Ιδιαίτερη εντύπωση θα τους κάνη το τελευταίο φουστάνι που μόστειλες, γιατί σήμερα το πρωτοφόρεσα και είνε μια σιχασιά. Τα συγχαρητήριά μου στη μοδίστρα σου και προ πάντων στο φριχτό γούστο σου. Παραπέρα να μια ψηλή λιγνή χήρα, μαυροντυμένη, άγρια κ' άνοστη, μ' έν' α ξ ά ν προφοράς μαγευτικώτατο. — Μορή Chουφία! φωνάζει την κόρη της.
Μα η θάλασσα έδειξε τη δικαιοσύνη της!...» Ο Μπάρμπα — Καληώρας εσιώπησε τέλος. Αλλά το πλήρωμα έμεινεν εκεί άφωνο για πολλή ώρα. Δεν εσυλλογιζόταν κανείς τον κίνδυνο του Σπετσιώτικου μπάρκου, ούτε το φριχτό δράμα της Μαύρης θάλασσας και τη λύσσα των στοιχείων, ούτε τις παληκαριές κ' αισθηματολογίες του γεροναυτικού. Ποιος ολίγο ποιος πολύ τα έχουν όλοι περάσει, όλοι τα έχουν αισθανθή.
Λες κ' εφύσηξε απάνωθε σιφουνικό φριχτό κι αναβόρι ακράτητο, ανέβαινε κολώνες ο μπουχός στον αέρα. — Χμ! έκαμε ξυώντας ταφτί, πονηρά μισοκλειώντας τα μάτια ο παράξενός μου σύντροφος. Ως κ' εζύγωνε το κοπάδι στο μακελιό, άναφταν άγριοι κ' οι μακελάρηδες. Εκρατούσαν τη θηλιά κάργα, κ' είχαν τη βαριά σηκωμένη. Άστραφταν διψασμένες, λαίμαργες οι φοβερές οι μαχαίρες τους.
— Γυφτοπούλα, είπεν άλλη των γυναικών, ένα πράγμα ήθελα να σ' ερωτήσω. Αληθεύει, ότι εσείς, η φυλή σας, τρώγετε ανθρώπινον κρέας; — Μπα, αυτό δεν το κάμνουν, μη κολάζεσαι άδικα. — Και ότι ξεχώνετε την νύκτα τους πεθαμένους και τους γδύνετε; — Τέτοιο φριχτό πράγμα! — Πιστεύεις να το κάμνουν αυτό; — Μήπως είνε αυτοί άνθρωποι σαν ημάς; — Αυτοί είνε άπιστοι. — Άθρησκοι. — Αφύσικοι.
Μον αν το κρίνης εύλογο, το στοχαστής αρμόδιο, Καταπώς είμαστε μαζί να τρέξωμε όλοι αντάμα, Βοήθια να τους δώκομε με λόγο και με πράμμα· 580 Ή το φριχτό και φλογερό δικό σου αστροπελέκι, Που 'ς των ποδιών σου το θρονί πάντ' αναμμένο στέκει· Οπού Γιγάντους φλόγισε, Τιτάνες έχει κάψη, Αυτό να ρίξης μια βροντή, αυτό σ' αυτούς ν' αστράψη· Σ' αυτούς να πέση ανάμεσα, να νιόσουν την οργή σου. 585 Να χωριστούν, να δοκηθούν, πως είναι προσταγή σου.
Όπως θέλεις την ανοίγεις· και ήτε μείνης, ήτε φύγης, πώς να σου εναντιοθώ; Παρηγόρα με καν σ' ένα, τον πιστό σου δούλο εμένα, που θερμότατα ποθώ. Όρκον Έρωτα σου κάνω, στης σαγίταις σου απάνω, όρκο μέγαν και φριχτό, Υποφέρω κάθε άλλη τυραννία σου μεγάλη, και ποτέ να μη κλαυτώ.
— Έχω δα δίκιο γη δεν έχω; μούπε η μητέρα μου όταν φτάσαμε στο σπίτι. Δε μούπες;... — Ας σούπα, της έκοψα την ομιλία με θυμό κιαυθάδεια. Ό,τι θέλω θα κάνω. — Καλά, γυιέ μου, είπε η μητέρα μου μεγκαρτέρηση. Η βραδιά ήτο ζεστή, αλλ' εγώ αισθανόμουν υπερβολική ζέστη και στενοχώρια· και, σαν πλάγιασα, η ζέστη γίνηκε σφοδρός πυρετός κιόλη τη νύχτα κοιμώμουν και παραμιλούσα σένα φριχτό εφιάλτη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν