United States or Slovakia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με τα λόγια της αυτά μου πέρασε στο νου μια θύμηση. Την είδα να περπατά μαζί μου σ' ένα στενό μονοπάτι κάτω από τις φωτεινές σημύδες των βραχόνησων. Απάνωθέ μας φεγγοβολούσαν τάστρα τουρανού και στα πόδια μας έτρεμε στη χλόη το θαμπό αντιφέγγισμα από τα παράθυρα της πρώτης καλοκαιρινής κατοικιάς μας.

Τα βουνορράχια ως τόσο τις άπλωναν καθάριες τις φειδωτές τους γραμμές, κι απάνωθέ τους λαμποκοπούσε ο ξάστερος ουρανός με τα μύρια καντήλια του. Μέσα στο χωριό μήτε πετεινός δε λαλούσε ακόμα. — Πού είνε τώρα όλες εκείνες οι βρωμόγλωσσες, και σε τι λογής όνειρα μέσα να ψαλιδίζουν! έλεγε μονάχος του. Ξαναπλαγιάζει και κάμνει πάλε να κοιμηθή.

Είναι καμωμένο σαν κήπος με φράχτη από πυξάρι, με μια τριανταφυλλιά και μια ραχούλα νωποχλοϊσμένη και σκεπασμένη με πυκνούς πυκνούς πανσέδες στην κορφή. Είναι διαφορετικό απ' όλα τάλλα μνήματα κι απάνωθέ του πρασινίζει μια φλαμουριά ερημική. Απάνω στη ραχούλα είναι μια πέτρα και στην πέτρα είναι γραμμένα τα λόγια: « Ο μικρός μας Σβεν

Θαμπότερο όμως ήτον το μικρό καντυλάκι, που σε μιαν αραχνιασμένη γωνιά έλουε με το νυσταγμένο του φως τρεις μεγάλες γυμνές εικόνες, που απ' την πολυκαιριά ούτε ξεχώριζαν ζωγραφιές και πρόσωπ' απάνωθέ τους.

Έρχονταν να πιάσουν τη θέση τους τρεχάτοι, όσοι έλειπαν, από κάθε τάπια και γωνιά του κάστρου μέσα, κ' εκείνοι που απόμειναν στην πόλη κάτω έτρεχαν απάνω λαχανιασμένοι, βιαστικοί. Ήταν μια πρωινή χαρά Θεού. Γαλάζιος, καταξάστερος ο ουρανός άπλωνε απάνωθε γλυκύτατος.

Θαμπότερο όμως ήτον το μικρό καντυλάκι, που σε μια αραχνιασμένη γωνιά έλουε με το νυσταγμένο του φως τρεις μεγάλες γυμνές εικόνες, που απ' την πολυκαιριά ούτε ξεχώριζαν ζωγραφιές και πρόσωπ' απανωθέ τους.

Ασφάλισε τις πλάτες του κ' εμάχονταν μπροστά, πάνω σε άπειρα λεπίδια αστραφτερά, — ανήμερες δεντρογαλιές που εσφύριζαν τριγύρω να τον καταπιούν, — με το ολόγυμνο μακρύτατο λεπίδι τους, που σε όλο το διάστημα το κράτησε στο χέρι. Οι σκοποί απάνωθε από τις τάπιες τους ψηλά, κατάσπασαν των καταδίκων τα κεφάλια με τις πέτρες.

Απάνωθε ψηλά στης τάπιας της μεγάλης τα μπεντένια, μες από τα οδοντωτά τα ανοίγματα που έχασκαν πάλι τραχιά και φοβερά ταπόμαχα κανόνια, άλλοι σκοποί εκεί επρόβαναν κάθε τόσο το κεφάλι τους ψηλά πάνω στους βαρυθέμελους τους τοίχους, κ' έπαιρναν ξενιασμένοι το σουλάτσο τους και αφτοί.

Δύο δύο πάντα στη γραμμή, ετρύπωναν μες το δωμάτιό τους, διαβαίνοντας κάτω από τ' αστραφτερό λεπίδι, πουτόπαιζε ρομφαία φοβερή απάνωθέ τους ο Βλαχογιώργος, στεκόμενος, μπόγιας σωστός, στην πόρτα τους απόξω, με τους φαντάρους πλάι του που έτρεξαν και αφτοί στο ξαφνικό του πρόσταγμα.

Λες κ' εφύσηξε απάνωθε σιφουνικό φριχτό κι αναβόρι ακράτητο, ανέβαινε κολώνες ο μπουχός στον αέρα. — Χμ! έκαμε ξυώντας ταφτί, πονηρά μισοκλειώντας τα μάτια ο παράξενός μου σύντροφος. Ως κ' εζύγωνε το κοπάδι στο μακελιό, άναφταν άγριοι κ' οι μακελάρηδες. Εκρατούσαν τη θηλιά κάργα, κ' είχαν τη βαριά σηκωμένη. Άστραφταν διψασμένες, λαίμαργες οι φοβερές οι μαχαίρες τους.