Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
Πέρα ο κάμπος πρασίνιζε. Έπαιζαν οι δροσοσταλίδες σαν φωτεινές ψυχές πέρα — δώθε γοργοκίνητες. Τα ποτάμια έλαμπαν και χύνονταν σαν λεπίδες μπηγμένες στις μάννας γης τους κόρφους για να την δροσίσουν και σύγκαιρα να την αναγκάσουν να χύση τους θησαυρούς της. Τα δασωμένα βουνά φαίνονταν κοιμισμένα κάτω από τη διάφανη γάζα της ομίχλης.
Με τα λόγια της αυτά μου πέρασε στο νου μια θύμηση. Την είδα να περπατά μαζί μου σ' ένα στενό μονοπάτι κάτω από τις φωτεινές σημύδες των βραχόνησων. Απάνωθέ μας φεγγοβολούσαν τάστρα τουρανού και στα πόδια μας έτρεμε στη χλόη το θαμπό αντιφέγγισμα από τα παράθυρα της πρώτης καλοκαιρινής κατοικιάς μας.
Του ήλιου τέλος βούτηξαν οι φωτεινές αχτίδες, 605 και τότες μέσα κίνησαν να παν και να πλαγιάσουν, οπούχε του του καθενός χτισμένα ο ξακουσμένος πρωτοτεχνίτης Ήφαιστος με τη σοφή του τέχνη· κι' ο Δίας ο αστραπεφτής ο συγνεφοσυνάχτης στο στρώμα πάγαινε κι' αφτός, όπου κοιμούνταν πάντα, 610 ύπνος σαν τούρχουνταν γλυκός. Απάνου εκεί γυρμένος κοιμούνταν, κι' η χρυσόθρονη θεά κοντά του, η Ήρα.
Ο άνεμος περνούσε ορμητικός, αλλά αργά το απόγευμα ο ήλιος έκανε την εμφάνισή του ανάμεσα στα σύννεφα σκίζοντάς τα και σπρώχνοντάς τα μέχρι τον ορίζοντα και όλα έλαμψαν τριγύρω στα βουνά και στις κοιλάδες όπου η ομίχλη συγκεντρώθηκε σε ασημένιες φωτεινές λίμνες.
Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου, που πάλεψε και νικήθηκε, χωρίς όμως να ντρέπεται γιατί νικήθηκε. Από τότε ταξίδεψα πολύ κ' είδα πολλούς ανθρώπους. Όλα όμως μου είτανε ξένα κι όλα νεκρά, όσο που γράφηκε το βιβλίο αυτό. Γράφηκε σε φωτεινές καλοκαιρινές μέρες εκεί όπου τελειώνουν τα βραχόνησα κι αρχίζει η ανοιχτή θάλασσα. Και γράφηκε από έναν έρημο άνθρωπο, που δεν είναι πια έρημος.
— Πού να τον δης; Σα σε πιάση η σφίξη βλέπουμε, τι θαρρείς, τραχανολόγε του διαόλου! Τέτοια πραμματάκια σαν κι εσάς νάχα στον πόλεμο, πρόκοβα. Ο λεβέντης που άμποχνε τα ξύλα και τα κάρβουνα με τις χερούκλες του και φυσούσε με φουσκουμένα μάγουλα τη φωτιά και τον περίχυναν οι σπίθες φωτεινές στο ξανθόμαλλο κεφάλι του, αποκαρώθηκε.
Μα σιγά — σιγά οι φωτεινές αχτίνες άρχισαν να ωχραίνουν, να συγχίζονται και τέλος να σβύνουν μια με την άλλη, λέγεις κ' έπαιρνε τα κάλλη μαζί της η Γοργόνα στην άβυσσο. Τόρα ούτε Στέμμα ούτε τόξο εφαινόταν πουθενά. Μόνον κάπου κάπου σκόρπια σύγνεφα έμεναν σταχτιά και κάτωχρα στον ουρανό· και μέσα στην ψυχή μου έτσι ωχρή και συγχισμένη έμεινεν η λαμπρή πορφύρα της πατρίδας μου.
Από τις τρύπες της ξύλινης οροφής έμπαιναν λοξά φωτεινές ακτίνες ασημί σκόνης που κατέληγαν επάνω στα κεφάλια των γονατισμένων καταγής γυναικών, και οι κιτρινισμένες φιγούρες που ξεπηδούσαν από το μαυρισμένο φόντο των ραγισμένων τοιχογραφιών, που ακόμη κοσμούσαν τους τοίχους, έμοιαζαν μ’ αυτές τις γυναίκες, ντυμένες στα μαύρα και τα βιολετιά, όλες χλωμές σαν το φίλντισι, ακόμη και οι πιο ωραίες, οι πιο λεπτές, με στήθος άσαρκο και την κοιλιά πρησμένη από της θέρμες της μαλάριας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν