United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εξυπνώντας η Βασιλοπούλα Φαρουχνάζ, έμεινε πολλά συγχισμένη δι' αυτό το ενύπνιον που είδεν· αυτή δεν το εστοχάσθη δι' άλλο, παρά διά μίαν αποκάλυψιν του θεού Ξάγια που με αυτό της έδιδε να καταλάβη, ότι οι άνθρωποι δεν είνε πιστοί προς τας γυναίκας τους, και πως είναι αχάριστοι και επίβουλοι προς αυτάς ανταμοίβοντες πάντοτε την αγάπην τους με αχαριστίαν.

Η νέα αγαπητική του Δαλήκ ευρίσκονταν ολίγον συγχισμένη από τον φόβον της θαλάσσης· όθεν ο Δαλήκ διά να την κρατή χαρούμενην, έκανε τρόπον διά να την ξεφαντώνη· και τώρα της εδιηγούνταν ιστορίας και τώρα την εκρατούσε με κουβέντες αληθινές και φρόνιμες, διά να της στολίση το πνεύμα της και τα ήθη της.

Εγώ δεν ημπορώ να καταπεισθώ να πιστεύσω αυτό που μου λέγεις, απεκρίθη ο βασιλεύς· έχω καλλιτέραν γνώσιν επάνω εις την ανθρωπίνην φύσιν, και είμαι βέβαιος ότι είναι άνθρωποι, που η ανάπαυσίς των δεν είνε από θλίψιν συγχισμένη.

Νομοθέτησαν με τη συγκατάθεση του έθνους κανείς κάτοικος να μη βγη στο μέλλον από το μικρό μας βασίλειο· κι' αυτό διατήρησε την αγνότητά μας και την ευτυχία μας. Οι Ισπανοί έχουνε μια συγχισμένη ιδέα για τον τόπο μας, τον ωνόμασαν Ελδοράδο, κ' ένας Άγγλος ονομαζόμενος ιππότης Ράλαϊχ κατώρθωσε να πλησιάση ως εδώ προ εκατό χρόνια.

Εξύπνησα εις ετούτα τα λόγια, και μία σύγχυσις, που δεν ημπορώ να την διηγηθώ, επλάκωσε το πνεύμα μου, και συνέλαβα από εκείνο το όνειρον ένα κακόν προμήνυμα· εστοχάσθηκα ότι η γυναίκα μου ευρίσκονταν συγχισμένη από κανένα τολμηρόν που έπασχε να μου αρπάξη την τιμήν μου, και ετούτος ο σκληρός στοχασμός μου, τον οποίον δεν ημπορούσα να εξαλείψω από το πνεύμα μου, μου επροξένησε μίαν βαθυτάτην μελαγχολίαν.

Η βασίλισσα εδείχθη πολλά συγχισμένη από μίαν τέτοιαν τολμηράν ομολογίαν, μα στοχαζομένη ωσάν φρόνιμη, ότι έκανε χρεία να φερθή με εύμορφον τρόπον με έναν άνθρωπον, του οποίου την δύναμιν αυτή εφοβούνταν, του ωμίλησε με ιλαρόν πρόσωπον με τούτον τον τρόπον· Αβικένα, του είπεν, έλα εις τον εαυτόν σου, σε παρακαλώ και νίκα και θριάμβευσε τους στοχασμούς που μου φανερώνεις· στοχάσου την αγάπην, και το σέβας που ο βασιλεύς εις εσένα προσφέρει· εκείνος ο βασιλεύς εσύ καλά ηξεύρεις πως με λατρεύει, ομοίως και εγώ πόσον τρυφερά τον αγαπώ· όθεν είναι αδύνατον εγώ να αγαπήσω άλλον, παρά αυτόν μόνον· παύσε το λοιπόν, σε παρακαλώ, εις το να θελήσης να συγχίσης μίαν ομόνοιαν, που εσύ μοναχός σου την εστερέωσες.

Μα σιγάσιγά οι φωτεινές αχτίνες άρχισαν να ωχραίνουν, να συγχίζονται και τέλος να σβύνουν μια με την άλλη, λέγεις κ' έπαιρνε τα κάλλη μαζί της η Γοργόνα στην άβυσσο. Τόρα ούτε Στέμμα ούτε τόξο εφαινόταν πουθενά. Μόνον κάπου κάπου σκόρπια σύγνεφα έμεναν σταχτιά και κάτωχρα στον ουρανό· και μέσα στην ψυχή μου έτσι ωχρή και συγχισμένη έμεινεν η λαμπρή πορφύρα της πατρίδας μου.