United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ύπνος ήτον άνευ ονείρων, όλα τα όνειρα του τα είχεν αφαιρέσει η εγρήγορσις. Μόνον ενδομύχως εις το βάθος της συνειδήσεώς μου, μία φωνή, ήτις ωμοίαζε με χρησμόν, ηκούσθη αμυδρώς να ψιθυρίζη· «Ύπάγε, ανίατε, ο πόνος θα είναι η ζωή σου . . . » Εξύπνησα. Εσηκώθην και έφυγα. Ησθανόμην αγρίαν χαράν, διότι η Αγία δεν είχεν εισακούσει την δέησίν μου.

Εξύπνησα εις ετούτα τα λόγια, και μία σύγχυσις, που δεν ημπορώ να την διηγηθώ, επλάκωσε το πνεύμα μου, και συνέλαβα από εκείνο το όνειρον ένα κακόν προμήνυμα· εστοχάσθηκα ότι η γυναίκα μου ευρίσκονταν συγχισμένη από κανένα τολμηρόν που έπασχε να μου αρπάξη την τιμήν μου, και ετούτος ο σκληρός στοχασμός μου, τον οποίον δεν ημπορούσα να εξαλείψω από το πνεύμα μου, μου επροξένησε μίαν βαθυτάτην μελαγχολίαν.

Τότε από την χαράν μου εξύπνησα και ευθύς έσκαψα και εύρον τις σαΐτες και το δοξάρι, τας οποίας έρριψα εις το άγαλμα· και με την τρίτην το εγκρέμνισα εις την θάλασσαν, το δε άλογον έπεσε προς το μέρος μου.

Έν βήμα ακόμη και επήδων εντός της κοίτης του ποταμού, ότε ησθάνθην διά μιας κτύπημα και πόνον φρικτόν εις την αριστεράν μου κνήμην, πόνον όμοιον του οποίου δεν είχα αισθανθή ποτέ, και αντί να πηδήσω εντός της κοίτης, ενόησα ότι κρημνίζομαι εντός αυτής... Κατόπιν δεν ενθυμούμαι πλέον τίποτε, μέχρι της στιγμής καθ' ην εξύπνησα. Η πανσέληνος έλαμπεν άνωθέν μου· ήμην εξηπλωμένος κατά γης.

Επροχώρησα ολίγον τρικλίζων, κατόπιν εμπερδεύθηκα και έπεσα. Η υπερβολική κούρασις με εκάρφωσεν εκεί και απεκοιμήθην εις την στάσιν εκείνην. Άμα εξύπνησα, απλώσας τον βραχίονα μου εύρον παραπλεύρως ένα άρτον και μια κανάτα νερού. Πολύ εξηντλημένος διά να σκεφθώ επί της περιστάσεως ταύτης ήπια και έφαγα απλήστως.

Εστάθη μεγάλη η κραυγή που έκαμα, τόσον που εξύπνησα τον βασιλέα που εκοιμάτο, ο οποίας με ερώτησε το αίτιον της κραυγής μου και εγώ του ωμολόγησα εκείνο που είδα.

Εξύπνησες 'ςτά χέρια μου... πού επλάγιασες για πες μου; — Θυμούμαι, μα σαν όνειρο. Μια μέρα εκυνηγούσα Με το μικρότερο αδερφό 'ςτής χώρας μας τα δάση. Το μεσημέρι επλάγιασα ς' ένα φτελιά από κάτου Κι' απ' τότες τώρα εξύπνησα 'ςτό κάστρο το δικό σου. Ποιος μ' έφερε; Πεντάμορφη, μην όνειρο είνε ακόμα;

Πλησίασε, μου λέγει εκείνη που με ωδηγούσεν, είσαι ακίνητος ωσάν ένα ξόανον· σύρε να προσφέρης τα λουλούδια της βασιλοπούλας. Εξύπνησα τότε από το θάμβος μου, και ερχόμενος εις τον εαυτόν μου, επλησίασα εις τον θρόνον, και αφού έβαλα το κανίστρι μου επάνω εις ένα σκαλίδι του θρόνου, έπεσα με το κεφάλι κατά γης, έως που η Ρετζία μου είπε· σηκώσου επάνω, διατί έχομεν επιθυμίαν να σε ιδούμεν.

Όταν μετ' ολίγον εξύπνησα, ως συνέχειαν του ονείρου έσχον εν νω την ανάμνησιν της ιστορίας του τυφλού, τον οποίον ο Χριστός εθεράπευσε, καθώς είχον ακούσει τον διδάσκαλόν μας εις την Ιεράν Ιστορίαν· «Κατ' αρχάς μεν είδε τους ανθρώπους ως δένδρα· δεύτερον δε τους είδε καθαρά . . . » Πλην δεν εξύπνησα ακόμη, πριν ακούσω τι έλεγε το φάσμα· η κόρη — η δρυς, είχε λάβει φωνήν και μοι έλεγεν·

Ανεγίνωσκε, και όμως ο νους του ήτο εις την καλύβην. — Διατί αργεί ο Γεροθανάσης; — Ηθέλησε να πλησιάση προς την θύραν της καλύβης, αλλ' εις το μέσον του περιβόλου εστάθη διστάζων. Ηθέλησε να ερωτήση εκείθεν τον γέροντα, αλλά δεν ετόλμησε να υψώση την φωνήν. Επί τέλους ο γέρων εξήλθε της καλύβης. Ο ιερεύς τον ητένισε με βλέμμα ερωτηματικόν. — Ήτον εις βύθος. Τον εξύπνησα με κόπον.