Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Και ξαναχτύπησε τη γροθιά του, κάνοντας να ξεχειλίση μια κανάτα, γεμάτη μπρούσκο κρασί, απιθωμένη καταμεσής του τραπεζιού. — Εβίβα! του είπε ο Ρήγας του Μαθιού, ένας βαρελτζής απ' την Κούμη, που τον συντρόφευε. Και σήκωσε το ποτήρι του. — Γιατί τάχα; είπε ο Γιάννης ο Μακαρίτης. Σου φαίνεται παράξενο τάχα; — Βρε βάλε να πιούμε, ξαναείπε ο Ρήγας του Μαθιού. Λόγια σαπέρα θα λέμε τώρα;

Η παπαδιά έσπρωξε το ποτήρι θυμωμένη: — Να το πάρης το κρασί σου στο κελλί, να κερνάς τις προκομμένες που ξαγορεύεις. Κάλλιο να τους δίνης να πίνουν με την κανάτα, παρά με το Δισκοπότηρο. Να μην κολάζεσαι κι' όλα. Ο Παπα-Παρθένης μαζεύτηκε. Όταν έπαιρνε έτσι το Χερουβικό η παπαδιά, καλά ξεμπερδέματα. Την βαστούσε ο Πειρασμός μια βδομάδα.

Καλή μέρα, Κανάτα! — Ανεφώνησεν η μικρά, ως με είδε, και έτεινε περιχαρής και ερασμία την δεξιάν προς εμέ, εκπεπληγμένον διά την παράδοξον προσφώνησιν. — Βάλλω στοίχημα πως δεν μ' ενθυμείσθε πλέον! εψέλλισεν έπειτα αμηχάνως η κόρη και απέσυρε την χείρα της εκ της ιδικής μου, μετανοούσα προφανώς διά την αδιάκριτον οικειότητα μεθ' ης την προσέφερεν.

Δεν ταφίνετε αυτά τώρα; είπε ο Θανάσης. Αλλοί σ' αυτόν που χάθηκε. Πήρε την κανάτα και γέμισε τα ποτήρια. Τσουγκρίσανε πάλι. — Θεός σχωρέσ' τονε! Πίνανε κάμποσην ώραν αμίλητοι. Πού και πού ένα τραγουδάκι ανέβαινε ως τα χείλια κανενός και ξεψυχούσε. Δεν ήτανε ημέρα σήμερα για τραγούδια. Πού και πού κανένας λόγος ξεπετούσε μ' έναν αναστεναγμό, — Ψεύτικος κόσμος! Ας τονε να πάη να χαθή.

Κρατούσε δίκανο και φώναξε: — Κιως επαέ, μωρέ γεβεντισμένοι, με ζυγώνετε για να με θάψετε ζωντανό; Τους λόγους τον ακολούθησαν δύο πυροβολισμοί. Κανείς δεν έπαθε τίποτε· αλλά κιο καταχανάς αποσύρθηκε από το παράθυρο. Ποιος όμως να μπη μέσα να δη τι απόγινε; Μόνο το βράδυ βράδυ πήρε αυτό το θάρρος ένας και βρήκε τον καταχανά πεθαμένο και δίπλα του μια κανάτα αδειασμένη και σπασμένη.

Επροχώρησα ολίγον τρικλίζων, κατόπιν εμπερδεύθηκα και έπεσα. Η υπερβολική κούρασις με εκάρφωσεν εκεί και απεκοιμήθην εις την στάσιν εκείνην. Άμα εξύπνησα, απλώσας τον βραχίονα μου εύρον παραπλεύρως ένα άρτον και μια κανάτα νερού. Πολύ εξηντλημένος διά να σκεφθώ επί της περιστάσεως ταύτης ήπια και έφαγα απλήστως.

Στρόθηκε ο Κρασοπατέρας. Πρώτη έγνια της ημέρας, Μον ξυπνήσηΤο ποτήρι να σφουγγίση. Και προμιού τα μάτια τρίψη, Την κοιλιά του για να νίψη Μια κανάταΟχ τον πήρο νηστικάτα. Κιαπέ ύστερα ως το βράδυ, Που να πιάκη το σκοτάδι, Το λαγήνιΟχ το χέρι δεν τ' αφίνει. Μον ρουφάει, και μόνε ζάφτει· Κι' όσο πίνει, τόσο ανάφτει. Όλο πίνειΚι' όλο γένεται καμίνι. Οχ τον πήρο δε σπαρνάει.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν