United States or Maldives ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πράγματι, όταν ο κόσμος μαζεύτηκε πάλι στην αυλή και οι γυναίκες περνώντας έψαχναν στις τσέπες τους να βρουν κάτι για να δώσουν ελεημοσύνη στον ψεύτικο άρρωστο, εκείνος άρχισε να φωνάζει: «Μα κοιτάξτε τον καλά! Είναι πιο γερός από εσάς. Τρυπήθηκε με μια δηλητηριασμένη βελόνα». Τότε κάποιος έσκυψε για να δει καλύτερα τον ψεύτικο όγκο και ο ζητιάνος, χλωμός, ακίνητος, δεν αντέδρασε, δε μίλησε.

Μια υποθήκη να σου βάλη στο σπίτι σου, στο αμπέλι, στο χωράφι και να σηκώσης όσα πρέπει. Σαν ευκολυθής, πάλε με το κολάι δικά σου είνε. Τα παίρνεις πίσω. Πού να τα πάρης! Τα διάφορα φάγανε και σπίτια και αμπέλια. Αχ! κύριε έφορα, όλο το νησί στα χέρια του βρίσκεται· όλο μας το βιος στα κατώγια του μαζεύτηκε. Να μπης, λένε, στο κατώγι του Τρακοσάρη και να σου καή η καρδιά σου.

Της εποχής ως τόσο που ιστορούμε καθαυτό αρχιτεχτονικός τύπος είταν η Αγιά Σοφιά. Ένα από τα χαραχτηριστικά της εποχής εκείνης είναι η φτωχουλή κι αστόλιστη θεωρία του χτίριου απέξω . Κάμποσο παράξενο τούτο, σα στοχαστούμε πόσο τους άρεζε η θεωρία τω βυζαντινών. Ίσως επειδή απέξω δεν πολυμαζεύουνταν ο λαός, μόνο μέσα πάντα, κ' έτσι μαζεύτηκε μέσα κι όλος ο στολισμός.

Στην αρχή δεν το πίστεψα· κιόταν βεβαιώθηκα δεν έκλαψα. Ο καϋμός μου μαζεύτηκε και κλείστηκε στη ψυχή μου, να μείνη εκεί για όλη μου τη ζωή. Έπειτα ήτο τόσο μεγάλο και σοβαρό πράμμα ο θάνατος κείνος, που δεν τον πήγαιναν τα δάκρυά μου, δάκρυα έως τότε παιδιάτικα, που μόνον για μικρά κιασήμαντα είχαν κλάψει. Ένα μόνο λόγο είπα στη μάνα μου: — Θωρείς τα 'δα; Η μάνα μου δεν είπε λέξη.

Κι αν έστειλε δυο του αντιπροσώπους ο Πάπας, τους έστειλε δίχως άλλο για να μην κακοκαρδίση τον Αυτοκράτορα. Μαζεύτηκε λοιπόν η Μεγάλη η Σύνοδο στα 325, και πλάγι του Κωσταντίνου παραστάθηκε ο αγαθός ο Αλέξαντρος μαζί με το νέο φωστήρα του. Έβγαλε το λόγο του ο Βασιλέας Λατινικά, επειδή και τα Ελληνικά δεν τα καλογνώριζε.

Είσαι και τέτοιος, παληόγερε; Δε βλέπεις τα χάλια σου που δεν έχομε ψωμί να φάμε! — Σώσε με, γυναίκα, φώναξε ο Κυρ-Νικολάκης. — Τώρα να σε σώσω! Βγάζει κι' αυτή το πασσούμι της και τον αρχίζει στις κατακεφαλιές. Μια η χήρα, μια η γυναίκα του. Τέτοιο πράμμα δε μεταστάθηκε στον τόπο. Μαζεύτηκε όλη η γειτονιά. Λες και ήτανε θέατρο. Ένας γέρος να τον δέρνουν δυο γυναίκες.

Για δαύτο και σαν αναπαύτηκε, την πρωτοχρονιά του 379, βγήκαν όλοι, Χριστιανοί, Εθνικοί, Εβραίοι, και συνόδεψαν το λείψανο. Και τέτοιο πλήθος μαζεύτηκε τότες, που σκοτώθηκαν κάμποσοι από το φοβερό το ζούληγμα, και τους μακάριζαν οι άλλοι, που πεθάνανε με τέτοιον άγιον άνθρωπο. Παρηγορητικό φαινόμενο για τη Ρωμιοσύνη οι μεγαλόψυχοι αυτοί Αρχηγοί της.

Η παπαδιά έσπρωξε το ποτήρι θυμωμένη: — Να το πάρης το κρασί σου στο κελλί, να κερνάς τις προκομμένες που ξαγορεύεις. Κάλλιο να τους δίνης να πίνουν με την κανάτα, παρά με το Δισκοπότηρο. Να μην κολάζεσαι κι' όλα. Ο Παπα-Παρθένης μαζεύτηκε. Όταν έπαιρνε έτσι το Χερουβικό η παπαδιά, καλά ξεμπερδέματα. Την βαστούσε ο Πειρασμός μια βδομάδα.

Μαζεύτηκε έτσι ώστε να χωρέση ανάμεσα της καρέκλας και του τραπεζιού. Κ' έπειτα έβγαλε το κεφάλι και προσπαθούσε να δη τον μπαμπά στα μάτια. — Τι είναι Σβεν; ρώτησε ο μπαμπάς, που δεν ήθελε να τον ενοχλούν. Ο Σβεν όμως δεν ησύχαζε, αν ο μπαμπάς δεν παραμέριζε το κάθισμα ώστε να μπορέση να περάση. — Ο μπαμπάς να γράψη ένα βιβλίο μόνο για το Νέννε. — Τι; ρώτησε ο μπαμπάς.

Μαζεύτηκε ο κόσμος με τις φωνές σου, του είπα θυμωμένα. Τάχω ακούσει εκατό φορές αυτά... Έπεσε λίγο η φόρα του, αναστέναζε μ' ένα βαθύ νόημα και ξαναείπε σιγαλά τώρα: — Και πώς τα καλοπερνάτε εδώ; Τελείωσε από κει που έπρεπε ν' αρχίση.