United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εμείς, όσο ταπεινούς κι α μας βλέπειςμα Βασιλέας, μα Ζητιάνος είναι ομπροστά μας, όταν όμως είναι για μια Πίστη, σπαθιά και φωτιές και θεριά χαρά μας δίνουνε κι όχι φόβο. Ίσως είναι λίγο στολισμένος αυτός ο διάλογος από κοντύλι ρητορικό. Τα βέβαιο είναι όμως πως δεν τονέ στενοχώρησε πια ο Αυτοκράτορας το Βασίλειο. Έμεινε ήσυχος στην Καισάρεια ως το τέλος του. Ήσυχος μα όχι κι ανάπραγος.

Ο τυφλός χαμήλωσε μια στιγμή το κεφάλι, ψαύοντας το κομπόδεμα με τα κέρματα: δεν φάνηκε να εντυπωσιάζεται από την απόφαση του αγνώστου. Τον ρώτησε μόνο: «Κι εσύ ζητιάνος είσαι;» «Ναι», είπε ο Έφις, «δεν το κατάλαβες;» «Εντάξει τότε, πάρ’ το, κράτα το εσύΚαι του έδωσε το κομπόδεμα με τα χρήματα. Κεφάλαιο δέκατο τέταρτο Από εκεί πήγαν στο πανηγύρι του Αγίου Πνεύματος.

ΓΕΡΩΝ Είν' ο ζητιάνος ο τρελλός, αυθέντα μου. Και όμως ίσως μου μέλλει να ιδώ χειρότερ' από τούτο. Δεν ήλθαν τα χειρότερα, ενόσω ζη κανένας και γλώσσαν έχει να ειπή: Χειρότερα δεν έχει! Τι δρόμον παίρνεις, άνθρωπε; ΓΛΟΣΤ. Τι είν' αυτός; Ζητιάνος; ΓΕΡΩΝ Είναι ζητιάνος και τρελλός. ΓΛΟΣΤ. Ολίγον νουν θα έχη, αλλέως δεν εζήτευε.

Στο χτήμα του ήταν, μα κατάντησε σήμερα ζητιάνος. — Τα λόγια σου, Δημητράκη, είνε σωστά και φρόνιμα· τον έκοψε με ταπεινοσύνη η κόρη. Μα στον αδερφό σου δεν έφταιξε η γενιά του ούτε τα μεγαλεία της. — Το ξέρεις καλήτερ' από μένα. Έφταιξε ο δρόμος που πήρε. Άγιος ήταν κ' εκεινού ο σκοπός όπως κι ο δικός σου· μα πλανεύτηκε στα μέσα. Εσύ όμως δε θα φερθής έτσι.

Μόλις βγήκαν από το χωριό άρχισαν οι ερωτήσεις, επειδή ο τυφλός, παρ’ όλο που είχε το δισάκι του γεμάτο, ήθελε να ζητάει ελεημοσύνη από τους διαβάτες, ενώ ο Έφις παρατηρούσε: «Γιατί να ζητάμε, αφού έχουμε;» «Και αύριο; Δεν σκέφτεσαι το αύριο; Τι ζητιάνος είσαι εσύ; Φαίνεται πως είσαι καινούργιοςΤότε ο Έφις κατάλαβε πως δεν ήθελε να ζητάει επειδή ντρεπόταν, και κοκκίνισε γι’ αυτό.

Ο Περιγουρδίνος αββάς, έλαβε τότε το λόγο, και είπε: — Γιατί ένας ζητιάνος από τη χώρα της Ατρεβατίας άκουσε να λέμε ανοησίες· αυτό μονάχα τον ώθησε σε πατροχτονία, όχι όπως εκείνη του 1610, το Μάη το μήνα, αλλά σαν εκείνη του 1594 το μήνα Δεκέμβρη, και σαν εκείνες άλλων χρόνων κι' άλλων μηνών από άλλους αλήτες, που είχαν ακούσει ανοησίες. Ο αστυνόμος τότες εξήγησε τι συνέβαινε.

Ο παχύς βασιλέας σας και ο άσαρ- κος ζητιάνος σας δεν είναι ειμή διαφορετικά φαγητά, δύο πιάτα, αλλά δι' ένα τραπέζι· αυτού όλα τελειόνουν. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Αλοίμονον! Αλοίμονον! ΑΜΛΕΤΟΣ Ημπορεί άνθρωπος να ψαρεύη με το σκουλήκι, οπού έφαγε από βασιλέα, και να φάγη το ψάρι οπού επάχυνε μ' εκείνο το σκουλήκι. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Τι εννοείς με τούτο;

Η γυναίκα τον λοξοκοίταζε, ενώ περνούσε τα καινούργια κορδόνια στα παπούτσια της, χωρίς να πετάξει τα παλιά, που μπορούσαν ακόμη να χρησιμέψουν στο δέσιμο κάποιου πράγματος. Γιατί όμως εκείνος μιλούσε έτσι, με τόνο παρακαλεστικό σαν ζητιάνος; Την κορόιδευε ή είχε πυρετό; «Έφις, ψυχή μου, γύρισες τον κόσμο και έλιωσαν τα παπούτσια σου και το μυαλό σουΠαρόλα αυτά του δάνεισε τα χρήματα.

Εικοσιπέντε οπαδοί ή δέκα ή και πέντε, εις τι θα σου χρειάζωνται, αφού θα ζης μαζί μας, όπου θα έχης τους διπλούςτους ορισμούς σου πάντα; ΡΕΓ. Και ένας τι χρειάζεται; ΛΗΡ Μη θέλεις να μετρήσης το πόσον μας χρειάζεται. Κι’ ο πάμπτωχος ζητιάνος κάτι θα έχη περιττόν, όσον πτωχός κ' αν είναι. Όσον η φύσις απαιτεί, αν δώσης εις την φύσιν, τότετον άνθρωπον αρκεί ό,τι αρκείτο ζώον.

Έρριξα μια πεντάρα στο δίσκο του, γιατί η χαρά κ’ η βοή του κόσμου μούφερνε μια παράξενη θλίψη στην ψυχή και ζητούσα να πάρω μιαν αχτίδα χαράς απ' τη δυστυχία του ζητιάνου. Ο ζητιάνος με κύτταξε με αδιαφορία, χωρίς να μ' ευχαριστήση καθόλου, κ' η ελεημοσύνη μου φάνηκε πως του πείραξε τα νεύρα. Εγώ τον ερώτησα: — Τι κυττάζεις εκεί; Χωρίς να γυρίση να με ιδή, μου είπε: — Κυττάζω το δρομαλάκι.