United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σιγάσιγά καθώς σκέβρωσε το κορμί της δεν μπορούσε να σταθή στα κοκκαλιάρικα πόδια της κι' όλο έγερνε να πέση με τα μούτρα στο χώμα. Μα το χώμα δεν την ήθελε. Χίλιες φορές έπεσε προύμυτα στη γη και χίλιες φορές τη σηκώσανε πάλι οι διαβάτες. Δεν είχε ούτε ένα ραβδί ν' ακουμπήση τα γηρατειά της.

Απάνω κάτου, έλεε, καλοπερνούμε, οι χριστιανοί απ' όλο τον κόσμο λατρεύουν τη Χάρη της, το μοναστήρι έχει μπόλικα μετόχια, εσοδεύει αρκετά, αλλά μας σακατεύουν τα έξοδα. Το μοναστήρι, να καταλάβης, εδώ είνε ένα είδος ξενώνας. Δε μας λείπουν τη βραδιά δέκα είκοσι διαβάτες. Απώ δω περνούν όλοι, εδώ τρων, εδώ κοιμούνται.

Κ' έρχεται μαζί του κ' η καταχνιά σα σύννεφο που το φυσούν οι ανέμοι. Σήκω, καημένη, και πάμε μέσα να προσκυνήσουμε. Ο Χάρος πρέπει να είνε και μαζεύει πάλι διαβάτες για τον άλλο τον κόσμο. Περμ. Τίποτις δε βλέπω, και του κάκου με τρόμαξες. Τι να είνε, ως τόσο οι θεοσκότεινες αυτές οι ραβδιές που τινάζουνται από πάνω κι ίσια στο δρόμο μας πέφτουν!

Εμάζευεν εις το δάσος αγριοφράουλες, μενεξέδες και άλλα λουλούδια και τα επρόσφερνεν εις τους διαβάτες μ' ένα χαμόγελο τόσο γλυκό, που σπάνιον ήταν να της αρνηθούν την πεντάρα τους, όσοι είχαν να την δώσουν.

Ο άσχημος άνθρωπος δεν μπόρεσε να βαστάξη στη φλόγα της αγάπης. Τον έκαιγε μέρα και νύκτα. Και όσο περνούσανε μέρες, από την πίκρα και τον καϋμό του γινότανε ολοένα ασχημότερος. Οι διαβάτες δεν τον κυττάζανε πια. Γυρίζανε το κεφάλι τους με τρομάρα. Τα σκυλιά τον γαυγίζανε από μακρυά.

Εσύ τώρα, θεά που σ' όλους βασιλέβεις, πολυώνυμη Κόρη, πάρ' την απ' το χέρι, πήγαινέ τηνε στων εβλαβών τον κάμπο. Στους διαβάτες ας δώση Θεός καμιά χαρά, αφού πουν ένα χαίρε στη Σωκρατέα κάτω στη γις .

Μαυρίζουν τα μαντρόσκυλα που τρώνε τους διαβάτες, Έρχονται πρόθυμοι σιμά, πινάκι γάλα φέρνουν Και για την πέτρα θλιβερό τέτοιο αρχινάνε μύθο. Όλοι αγαπούν της τάξης τους ανύπαντρα κοράσια, Μα ο Λάμπρος, πιστικός φτωχός και τσέλιγγα κοπέλι, Πήγε κι' αγάπησε ο ζαβός τ' αφέντη του την κόρη, Την κόρη την μονάκριβη, τη Χρύσω την πανώρια.

Και το δρομαλάκι έμενε πάντα έρημο, χωρίς δένδρα, χωρίς σκιές, χωρίς διαβάτες. Ο Πέτρος κ' η Μαρία ήτανε δυο αδερφάκια αγαπημένα. Ποτέ δυο πλάσματα στον κόσμο δε σταθήκανε τόσο ταιριαστά και τόσον όμορφα ενωμένα. Ούτε μάννα με το παιδί της, ούτε καλός με την καλή του, ούτε περιστεράκι με το ταίρι του.

Κι όλη την ώρα συλλογιζόμουνα το έρημο δρομαλάκι, με το άσπρο, ξερό του χώμα, που δεν είχε ούτε δένδρα, ούτε σκιές, ούτε διαβάτες. Συλλογιζόμουνα το νεογέννητο γαϊδουράκι, που τόδιωξε τόσο άγρια ο αγωγιάτης και θαρρούσα πως τόβλεπα τώρα μεγαλωμένο, γεμάτο πληγές, να σέρνη το φορτίο του στους δρόμους, υπομονετικό και παραπονεμένο.

Στη μεγάλη στράτα οι διαβάτες ήσαν εύθυμοι, ζωηροί, άλλοι γελούσαν, άλλοι καμάρωναν, άλλοι μιλούσαν δυνατά, με χειρονομίες και σχήματα. Οι πυκνές δενδροστοιχίες άπλωναν την παχειά τους σκιά στο δρόμο. Ο κάμπος ήτανε ολόγυρα γεμάτος από ανεμώνες. Γύρισα και ρώτησα πάλι τον παραλυτικό: — Γιατί το δρομαλάκι αυτό είναι έρημο και γιατί κανένας δεν πηγαίνει από κει;