Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Έτσι σαν ήρθαν στης θεάς την εκκλησά στο κάστρο, την πόρτα η κρινομάγουλη γυναίκα τ' Αντηνόρου, η Θεανό, τους άνοιξε, η κόρη του Κισσέα· τι είχανε αφτή λειτούργισσα της Αθηνάς οι Τρώες. 300 Κι' όλες με κλάμα και φωνή σηκώσανε τα χέρια.
Πώς λάμπει η σκούφια της κόρης της! παρετήρησεν η Δεσποινιώ. Θαμπόνουν τα μάτια. — Εγώ την εκέντησα, υπέμνησεν η Σοφούλα. Έχει τριάντα δράμια χρυσάφι. — Κορίτσια! να μη πέσετε! είπε πάλιν η γραία ως καθ' εαυτήν υποψιθυρίζουσα. — Να! Να! εφώνησε μετά τινος θάμβους η Δεσποινιώ. Σηκώσανε τη νύφη να χορέψη. Μα, Μάννα, σήκω να ιδής τη νύφη. Πολύ ώμορφη μέση! Δαχτυλιδένια! Και πώς καμαρόνει! Μάννα!
Μα αχώριστοι κι' οι Δαναοί βαστούνε, κι' άγρια αντάρα σηκώσανε οι στρατοί κι' οι διο, κι' οχ τις χορδές πηδούσαν σαΐτες, κι' οχ τις δυνατές τα στεριοφράξα χούφτες άλλα σε σάρκες μπήγουνταν αντρών παλικαράδων, 315 όμως πολλά και πέφτανε — πριν άσπρο κριάς αγγίξουν — στη μέση χάμου, αθρώπινη σάρκα να φαν διψώντας.
Ακόμα δεν παραταχτήκανε ν' αρχίσουν τις σαϊτιές, και τι να δουν εκεί μπροστά τους, ξαπλωμένο στο χώμα! — Το Βασιλιά τους! Σηκώσανε μεγάλο κακό. Τόσο μεγάλο, που μαθεύτηκε αμέσως κι από τάλλο το μέρος, πως σκοτώθηκε ο Βασιλιάς της Αθήνας, και βλέποντας οι εχτροί πως βγήκε εναντίο τους η προφητεία, το ρίξανε στο φευγιό, πρι να προφτάσουν οι Αθηναίοι να τους τινάξουνε μήτε σαϊτιά.
Κατόπι κάθισε ο Βασιλέας απάνω σ' ασπίδα, και τονέ σηκώσανε στον αέρα οι προύχοντες κ' οι συγκλητικοί να τονέ δείξουν του κόσμου. Ανεβαίνει τότες αξιωματικός στο κάθισμα κι αποθέτει στην κεφαλή του μαλαματένιο «μανιάκι», δηλαδή βραχιόλι, σημάδι κι αυτό να ξανασηκωθή ο λαός και να ζητωκραυγάση.
Σιγά — σιγά καθώς σκέβρωσε το κορμί της δεν μπορούσε να σταθή στα κοκκαλιάρικα πόδια της κι' όλο έγερνε να πέση με τα μούτρα στο χώμα. Μα το χώμα δεν την ήθελε. Χίλιες φορές έπεσε προύμυτα στη γη και χίλιες φορές τη σηκώσανε πάλι οι διαβάτες. Δεν είχε ούτε ένα ραβδί ν' ακουμπήση τα γηρατειά της.
— Τον είδα! είπε ξερά ο Γιώργης. — Ποιος ήτανε; Μίλα, μωρέ! — Αυτός ο ψιλικατζής!... Δεν είπε τόνομά του. Έκανε μοναχά ένα πικρό χαμόγελο. — Του λόγου του! ξαναείπε. Ας είνε! Δίκηο είχε... Δε μιλήσανε πλια. Σηκώσανε πιο γερά το φίλο τους και ανηφορήσανε στο καλντερίμι. Ο ψιλικατζής! Ο Σταυρός ο Γιαννακός! Ποιος άλλος να ήτανε; Και να μη τους τώλεγε, θα το καταλαβαίνανε.
Οι ναύτες σηκώσανε της άγκυρες, τέντωσαν το πανί, κι' αρμένισαν με τ' ανάλαφρο αεράκι. Η πλώρη έσκισε τα ψηλά βαθειά κύματα. Είχαν πάρει μαζύ πλούσια υφάσματα, μεταξωτά με σπάνιους χρωματισμούς, σερβίτσια από το Τουρ, κρασιά του Ποατού, πουλιά σπάνια της Ισπανίας, και μ' αυτό το τέχνασμα πίστευε ο Καερδέν ότι θάφθανε μέχρι τη Βασίλισσα.
Όταν έπειτα είμαστε στο αμάξι, ξανακυρίεψε τον εαυτό του κι ανέβηκε άλλη μια φορά στη σκάλα και χάδεψε το μάγουλο της μητέρας και της είπε, σα να μιλούσε σε παιδί: — Μη φοβάσαι, μαμά, θα περάση. Ο Σβάντε ήρθε κι αυτός και σηκώσανε στα χέρια και το μικρό το Σβεν, που μιλούσε και φλυαρούσε. Τη στιγμή αυτή η Έλσα δεν ήξερε ποιον αγαπούσε περσότερο απ' όλους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν