United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μας βλέπει, λέει, από τα παράθυρά του και μας χαίρεται, γιατί έχομε πολλά παιδιά και καλή καρδιά, και ζούμε χαρούμενοι και διασκεδάζομε . . . Κάνομε λιγάκι ανησυχία καμμιά φορά, μα δεν τον πειράζει, λέει . . . η γυναίκα του μας καμαρόνει . . . — δεν έχει, ξεύρεις, παιδί η καϋμένη. . . . Τι έλεγα; . . . α ναι το λοιπόν, μας λυπήθηκε, λέει, εμένα και σένα, να μας βλέπη έτσι να δουλεύωμε όλη μέρα, και του ήρθε, λέει, η ιδέα να μας κάμη ευτυχισμένους.

Πώς λάμπει η σκούφια της κόρης της! παρετήρησεν η Δεσποινιώ. Θαμπόνουν τα μάτια. — Εγώ την εκέντησα, υπέμνησεν η Σοφούλα. Έχει τριάντα δράμια χρυσάφι. — Κορίτσια! να μη πέσετε! είπε πάλιν η γραία ως καθ' εαυτήν υποψιθυρίζουσα. — Να! Να! εφώνησε μετά τινος θάμβους η Δεσποινιώ. Σηκώσανε τη νύφη να χορέψη. Μα, Μάννα, σήκω να ιδής τη νύφη. Πολύ ώμορφη μέση! Δαχτυλιδένια! Και πώς καμαρόνει! Μάννα!

Ιστάμενος επί της πρώρας ως επί πύργου, καμαρόνει την ταχείαν σκούναν πετώσαν μαλακά-μαλακά. Άνευ τιναγμών πλέον προηγείται δύο άλλων ιστιοφόρων μεγάλων, άτινα μας παρακολουθούσι μετά σπουδής ως να θέλουν κάτι να μας ειπούν. Αλλ' η σκούνα φεύγει, πετά. Από του ύψους ένθα ίσταμαι νομίζω ότι δεν άπτεται καν της θαλάσσης. Τόσον γλυκά πνέει, θαρρείς καιτα νύχια πατεί.