United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στο δρόμο συνάντησε γυναίκες κιάντρες κιόλοι τη χαιρέτησαν χαρούμενοι, αλλά και με κάποια επιφύλαξη στο πλησίασμά των από το φόβο της αρρώστειας. Ως τόσο της είπαν ότι καλά την έβλεπαν κιότι πολύ γλίγωρα θα γύριζε στα πρώτα της, με τη βοήθεια του Θεού.

Αρχινούμεν διά να εξακολουθήσωμεν χαρούμενοι το ταξείδι μας, και σχεδόν είμεθα κοντά εις το νησί Γιάβ, οπόταν πολλά σιμά μας βλέπομεν έναν άνθρωπον γυμνόν εις την θάλασσαν, που πλέοντας αντιπολεμούσε με τα κύματα διά να μη τον καταβυθίσουν. Εκρατούσε αυτός πολλά σφιχτά μίαν σανίδα, που τον εβοηθούσε διά να μη καταποντισθή, και μας έκανε σημείον διά να υπάγωμεν να τον συνδράμωμεν διά να μην χαθή.

Καθεμέρα, μαζί με τα μαντάτα του πολέμου, φτάνανε στο παλάτι τα μαντάτα των γυρευτάδων. — Το βασιλόπουλο νικάει. Στάχτη και μπούρμπερη σκορπίζοντ' οι οχτροί μας. Λέγανε οι μαντατοφόροι του πολέμου, χαρούμενοι και γελαστοί. — Χώρες και χωριά γυρίσαμε. Λιθάρι απάνω σε λιθάρι δεν αφήσαμε. Μα ο θησαυρός, αλλοίμονο, δε φάνηκε πουθενά. Λέγανε οι μαντατοφόροι των γυρευτάδων, χλωμοί και λυπημένοι.

Ένας παχύς ψαράς με μια χοντρή και ως τα πόδια λινατσένια πουκαμίσα, μας δέχτηκε μαζί με τη γριά του, χαρούμενοι κι οι δυο. Φιλόξενοι άνθρωποι αυτοί οι ψαράδες χειμώνα καλοκαίρι σ' όλο το πλήθος των κυνηγών που ξεπέφτει στις καλύβες τους. Ριχτήκαμε κι οι τρεις στη φωτιά.

Η σφαιρωτή του στέγη ακουμπησμένη σε οχτώ καμάρες στολισμένες με εικόνες πολεμικές· μια άξαφνα του Βελισάριου σανέ γύριζε από τις νίκες του με το στρατό και με τα λάφυρα, και στη μέση ο Ιουστινιανός κ' η Θεοδώρα καμαρώνοντας την παράταξη, και μάλιστα το Γότθο και το Βάνταλο βασιλέα που τους φέρνανε σκλάβους· χαρούμενοι κ' οι συγκλητικοί σεριανίζουν από τριγύρω το δοξασμένο το θέαμα.

Μας βλέπει, λέει, από τα παράθυρά του και μας χαίρεται, γιατί έχομε πολλά παιδιά και καλή καρδιά, και ζούμε χαρούμενοι και διασκεδάζομε . . . Κάνομε λιγάκι ανησυχία καμμιά φορά, μα δεν τον πειράζει, λέει . . . η γυναίκα του μας καμαρόνει . . . — δεν έχει, ξεύρεις, παιδί η καϋμένη. . . . Τι έλεγα; . . . α ναι το λοιπόν, μας λυπήθηκε, λέει, εμένα και σένα, να μας βλέπη έτσι να δουλεύωμε όλη μέρα, και του ήρθε, λέει, η ιδέα να μας κάμη ευτυχισμένους.

Μπορεί να μη την ακούση τώρα, μα ασφαλώς καμμιά μέρα, όταν όλοι βαρεθούμε μέχρι θανάτου τον κοινοτοπικό χαρακτήρα του νεώτερου μύθου, θα την ακούση και θα προσπαθήση να δανεισθή τα φτερά της. » όταν εκείν' η ημέρα χαράξη ή κοκκινήση εκείν' η δύση, πόσο χαρούμενοι θα γενούμεν όλοι!

Πάντα χαρούμενοι! Στην υγειά σας! Συμπεθέρα Ξαθή! καλή λευθεριά! Στην υγειά σας! Πάντα χαρούμενοι! Πάντα με το καλό! Και ανάλογος προς το πρόσωπον υπήρξεν η πόσις. Αλλά και ο Φταμηνίτης ηθέλησε να προπίη κατ' άλλον όμως στενώτερον τρόπον· ηθέλησε να &βρη& την γυναίκα του, και ηνάγκασεν αυτήν ν' απαντήση εις το πρόσωπον: — Μπρομ! — Πιέ κη δο μ'! — Με κρασί! — Καλώς τ'ν αγάπη μ' τη χρυσή!

Τώρα εγώ πάβω το θυμό, μηδέ τεριάζει αιώνια πείσμα να μου βαστά η ψυχή, κι' έλακαιρό μη χάνειςκράξε, Αγαμέμνο, στ' άρματα τους Άκουρους Αργίτες, τι τους οχτρούς θα βγω ξανά να δοκιμάσω, αν θέλουν 70 να καλορίσουν ως εδώ. Μα το πλεβρό θα γύρουν χαρούμενοι σα να θαρρώ όσοι έχουν ίσως τύχη απ' το σπαθί μου αλάβωτοι να βρουν το δρόμο πίσω

Μα τρέμει μέσα μου η καρδιά, μου τρέμει, μήπως πάθουν οι πιο πολύτιμοι αρχηγοί απ' των οχτρών γιουρούσιΤόχε δεν τόχε ακόμα πει, κι' οι διο τους να! προβάλλουν. 540 Κι' άμα ξεπέζεψαν, εφτύς τα χέρια οι βασιλιάδες τους έσφιξαν χαρούμενοι με γιές με καλώς ήρθαν.