United States or Oman ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Σεήφ Μολτούχ υπήκουσε· και ύστερον από μερικές ώρες εγύρισεν εις τον βασιλέα και του είπε· Βασιλέα μου, απέρασα από διαφόρους τόπους, και είδα πολλούς τεχνίτας που έστεκαν πολλά χαρούμενοι εις την τύχην τους, και ανάμεσα εις αυτούς επαρατήρησα έναν νέον υφαντήν, ονόματι Μαλέχ, ο οποίος εγελούσε ακαταπαύστως με τους γειτόνους του· εσταμάτησα διά να μιλήσω· φίλε, του λέγω· εσύ μου φαίνεσαι πολλά χαροποιός.

Ίσως τους έδειχνε το γιαλί όχι όπως είταν εκείνη την ώρα, μα όπως θα γίνουνταν κατόπι. Όσο τους κοίταζε ο μάγος, τόσο έρχουνταν έρχουνταν οι χωρικοί ο ένας απάνω στον άλλονα, χαρούμενοι και τρεχάτοι, στη Μικρόπολη μέσα. Έτσι με τον καιρό έγινε πια κ' η Μικρόπολη Μεγαλόπολη σαν τις άλλες. Έγιναν κ' οι χωρικοί μεγαλοπολίτες. Οι μεγαλοπολίτες είχαν και κείνοι κάμποση δουλειά.

Δεν έμειναν εις το παλάτι άλλοι, παρά η Γουλνάζε με την συνοδίαν της Φαρουχνάζης και το βασιλόπουλο με τον Σειρμώγ, οι οποίοι έμειναν εκεί διά μερικές ημέρες χαρούμενοι.

Μ' αφτά τα λόγια τ' αδερφού τού γύρισε τη γνώμη, 120 τι είπε σωστά· κι' ακούει αφτός. Κι' οι παραγιοί κατόπι του πήραν την αρματωσά χαρούμενοι απ' τους ώμους. Τότες σηκώθη ο Νέστορας στη μέση και τους είπε «Ω τι κακό που πλάκωσε μεγάλο την πατρίδα!

Ανέβαιναν με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους και ήταν λυπημένοι, αλλά ταυτόχρονα και χαρούμενοι, επειδή τα είχαν χάσει όλα και τα είχαν διασώσει όλα. Οι γυναίκες ειδικά κοίταζαν επάνω από τ’ άλογα μέσα από την κορνίζα που σχημάτιζε το σάλι τους, με μεγάλα αφηρημένα μάτια τους, που στιγμές στιγμές σπιθοβολούσαν από χαρά. Κάτι τις τρόμαζε, κάτι τις χαροποιούσε, ίσως ο ίδιος τους ο φόβος.

Τότε όμως αυτό το περιστατικό μας έκαμε άλλη εντύπωση, παρότι μου κάνει τώρα η ανάμνησή του. Τότε μας έκαμε να πάμε και στο μέρος, που κατοικήσαμε για τρίτη φορά το καλοκαίρι, και να νοικιάσουμε για δεύτερη φορά το σπίτι, που η γυναίκα μου δεν ήθελε να το δη στην αρχή. Και χαρούμενοι τραβήξαμε όξω στο μέρος, που μας έδενε μαζί του μια σκουριασμένη καρφίτσα, που δεν την πήρε κανείς.

Η εύμορφαις νησιώτισσαις και η νησοτοπούλαις πλύνουν, ασπρίζουν, τακτοποιούν, σαρόνουν του χωριδίου τους οικίσκους. Λάμπουν τα χιόνιατα βουνά της Ευβοίας τ' αντικρυνά. Η ψαροπούλαις έρχονται η μια κοντάτην άλλην. Αράζουν. Ησυχάζουν. Θ' αναπαυθούν. Θα κοιμηθούν. Οι χωρικοί, χαρούμενοι, εμβαίνουν εις την κώμην, να ξεκουρασθούν, να ξυρισθούν, να λουσθούν.

Και για να μη λησμονήσω ποτέ το Σβεν. Την ημέρα αυτή περπάτησε στον κήπο στηριγμένη απάνω μου. Τα πόδια της είταν ακόμα αδύνατα κ' αιστανόμουνα το βάρος της να πέφτη όλο απάνω μου, είμαστε όμως χαρούμενοι σαν παιδιά κ' η Έλσα γελούσε με τον εαυτό της, που δεν μπορούσε να περπατήση καλά, γελούσε μ' ένα κάπως άρρωστο, μα βαθιά ευτυχισμένο γέλιο, έτσι που μου έκανε χαρά, που μπορούσα και τη στήριζα.

Οι ήχοι του είναι χαρούμενοι ή λυπητεροί, αργοί ή πεταχτοί, απλοί ή ανακατεμένοι μόνο για κείνους που φωνάζει. Για τους άλλους είναι ένα τίποτα, ή κάτι τέτοιο. — Δεν το πιστεύω και τόσο, απάντησεν ο άλλος· και στο τέλος τι με νοιάζει μένα για όλα αυτά! Δόξασοι ο Θεός, εγώ περνώ ζάχαρη με τον αξιωματικό μου. Στον εαυτό σου να τα λες αυτά.