United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι κυράδες του όμως βρίσκονταν εκεί, στον πάγκο και τον κοίταζαν: η ντόνα Έστερ γριά και με βλέμμα σχεδόν ικετευτικό, η ντόνα Νοέμι χαμογελαστή, αλλά πιο τρομερή απ’ ότι όταν ήταν αυστηρή.

Όλοι βουβάθηκαν άφησαν τα τραγούδια, άφησαν τα ποτήρια από τα χέρια τους, ακούμπησαν τους αγκώνες τους απάνω στο τραπέζι, γύρισαν όλοι κατ' αυτόν και τον κοίταζαν περιμένοντας. Πήρε ανόρεχτα το μπουζούκι και σιγά, σα να βαρύνουνταν άρχισε να το κουρδίζη. Ένα μπουζούκι μεγάλο, που έβαζε, με μακρύ κοντάρι μπροστά, μ' ένα μακροστρόγγυλο κεφάλι.

Ένοιωσε μέσα στα χέρια του τα στεγνά χέρια της θείας και με φόντο τον μαύρο τοίχο είδε το χλωμό πρόσωπο και τα μάτια σαν μαργαριτάρια της Γκριζέντα. Έπειτα όλες οι γυναίκες τον περικύκλωσαν, τον κοίταζαν, τον άγγιζαν, τον ρωτούσαν. Η ζεστασιά από τα σώματά τους σαν να τον διέγειρε∙ χαμογέλασε, του φάνηκε ότι βρισκόταν στο μέσο μιας μεγάλης οικογένειας και άρχισε να τους αγκαλιάζει όλους.

Σήκωσε τα μάτια και κοκκίνισε κοιτάζοντας αυστηρά κατά πρόσωπο τον Έφις∙ και οι άλλες δυο τον κοίταζαν. «Το καταλαβαίνεις; Έτσι, απλά, σαν να έρχεται στο σπίτι του!» «Τι λες;», ρώτησε η ντόνα Έστερ, βγάζοντας ένα δάχτυλο μέσα από τον κόμπο που έκανε το σάλι.

Οι άλλοι κοίταζαν και δίνανε γνώμες και συβουλές, πότε από δω να τραβάη, πότε από κει, να μην το φευγατίση το ψάρι. Σιγά σιγά άρχισε και φαινότανε στο γιαλό μέσα. Άστραφτε σαν τ' ασήμι, και χυνότανε σα σαΐτα από τη μια κι από την άλλη, καθώς τραβούσε ο γέρος. Δεν άργησε να βγη έξω. Ήξερε καλά την τέχνη του ο γέρος και το μισοψόφησε με την καλούμα.

Τα μισόκλειστα μάτια κοίταζαν, ωστόσο, προς τα επάνω, αλλήθωρα, όπως συμβαίνει στην προσπάθεια να συγκεντρωθούν σε ένα μόνο μακρινό σημείο. Μόλις την είδε ο ντον Πρέντου, αναρίγησε και κοντοστάθηκε. Από την κίνησή του η Νοέμι κατάλαβε την αλήθεια.

Έκλεισε τα μάτια και τράβηξε το χράμι επάνω στο κεφάλι του. Και να που ξαναβρέθηκε επάνω στο τοιχάκι του μικρού κτήματος. Τα καλάμια μουρμούριζαν, η Λία και ο Τζατσίντο κάθονταν σιωπηλοί μπροστά στην καλύβα και κοίταζαν προς τη θάλασσα. Του φάνηκε πως αποκοιμήθηκε. Ξαφνικά όμως τινάχτηκε, είχε την αίσθηση ότι γκρεμιζόταν από το τοιχάκι. Είχε πέσει από την άλλη μεριά, στην κοιλάδα του θανάτου.

Όλες οι γυναίκες κοίταζαν προς τα εκεί χαμογελώντας. Τα δόντια γυάλιζαν στην άκρη από το στόμα τους. Εκείνος σηκώθηκε σαν να δραπέτευε από τη φυλακή των δυο γηραιών κυριών, αλλά όταν έφτασε στη μέση της αυλής σταμάτησε αναποφάσιστος.

Ταγριεμένα τα κύματα; Τα θολωμένα τα βουνά αντίκρυ; Τις μπόρες που αρμενίζανε μακριά κ' έδεναν τη θάλασσα με τον ουρανό; Τίποτις απ' αυτά δεν κοίταζαν. Τα μάτια τους είτανε στηλωμένα σε δυο κατάρτια που στεκότανε μισογερμένα απάνω στα κύματα, μ' ανοιγμένα πανιά. Η γολέττα, η άγκουρά της, ταμπάρια της, όλα στο βάθος! Τα είχε καταπιωμένα η αχόρταγ' η θάλασσα. Είταν κι ο Καπετάν Μουσταφάς εκεί κάτω.

Και κοίταζαν με τρόμο οι φτερουγόποδοι Αχαιοί κι' οι αλογάδες Τρώες. 80 Κι' έτσι ο καθένας έλεγε, στο γείτονα γυρνώντας «Για πάλι πόλεμος κακός θ' ανάψει κι' άγρια μάχη, για βάζει ανάμεσα στους διο αγάπη ο γιος του Κρόνου, πούναι στον κόσμο μοιραστής στημένος του πολέμου