United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά 'πε και παράγγειλε ταις δούλαις η Αρήτη ευθύς να στήσουν τρίποδα μεγάλοντην φωτία• και αυταίς λουτρικόν τρίποδατην φλόγα μέσα εστήσαν, 435 έχυσαν μέσα το νερό και κάτω ξύλα εκαίαν• και ζών' η φλόγα την κοιλιά και το νερά θερμαίνει. η Αρήτη ωστόσο το λαμπρό κιβώτιο για τον ξένον έφερε από τον θάλαμο, τα δώρ' αυτού να θέση, τα ενδύματα και τον χρυσόν, 'που οι Φαίακες του δώσαν• 440 κ' έθεσε μέσα φόρεμα κ' έναν χιτώνα ωραίον• και προς αυτόν ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• «Συ τώρα ιδέ το σκέπασμα, δέσε καλά τον κόμπο, μητο ταξείδι, οπού θα πας, κανένας σ' αδικήση, ενώ κοιμάσαι ύπνο γλυκότο ολόμαυρο καράβι». 445

Η Μανιά εξύπνησε την γειτόνισσάν της πρόωρα, με επικλήσεις και φωνάς πόνου. Εκείνη εξύπνησε, την ελυπήθη, και ήνοιξε το παράθυρόν της. Η γραία της εζήτησε με κομμένην φωνήν «ένα κόμπο ρακί» να βάλη στο στόμα της, διά «να πιασθή η ψυχή της», επειδή της είχε «λυθή ο αφαλός της» από ένα «σφάχτην», δριμύν πόνον που την έπιασεν έξαφνα σ' όλα τα σωθικά της, από το «χουλιαράκι» της και κάτω.

Και ως τ' άκουσε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας εφάρμοσε το σκέπασμα, κ' ευθύς έδεσε κόμπο, πολύτεχνον οπού η σεπτή του 'χε διδάξ' η Κίρκη. και η κελλάρισσα να εμβήτον έτοιμον λουτήρα του είπε• και θερμά λουτρά άμ' είδ' εχάρη εκείνος• 450 ότ' είχε απεριποίητο πολύν καιρόν το σώμα, της Καλυψώς τα μέγαρα απ' όταν είχε αφήσει, όπ' εύρισκεν ωσάν θεός την κάθε ανάπαυσί του. και η δούλαις ως τον έλουσαν και με το λάδι εχρίσαν, και τον εφόρεσαν καλήν χλαμύδα και χιτώνα, 455 απ' τον λουτήρα εκίνησε να σμίξη τους συνδείπνους. και η Ναυσικά από τους θεούς με κάλλος στολισμένη της καλοκάμωτης σκεπής σιμάτον στύλο εστάθη. εθαύμαζε κυττάζοντας αυτή τον Οδυσσέα, κ' είπε με λόγια πτερωτά• «Χαίρε, σου λέγω, ω ξένε, 460 όπως οπόταν ευρέθηςτην γην την πατρικήν σου μ' ενθυμηθής, 'που την ζωή πρώτα χρωστάςεμένα».

Άναβα κ' εγώ την πίπα μου στο κατώφλι ξαπλωμένος, ανάμεσα στο ξανθό αγιόκλημα που εσκάλωνε πασίχαρο στους τοίχους, δίπλα στους βασιλικούς, τους διόσμους, τις μαντζουράνες, που δεν εζητούσαν παρά λίγο σκάλισμα, κόμπο νεράκι για να μας λούσουν με τ' αρώματα και τη χάρι τους. — Καλή 'σπέρα. — Καλή σου 'σπέρα. — Καλή νύχτα. — Ώρα σου καλή.

Σήκωσε τα μάτια και κοκκίνισε κοιτάζοντας αυστηρά κατά πρόσωπο τον Έφις∙ και οι άλλες δυο τον κοίταζαν. «Το καταλαβαίνεις; Έτσι, απλά, σαν να έρχεται στο σπίτι του!» «Τι λες;», ρώτησε η ντόνα Έστερ, βγάζοντας ένα δάχτυλο μέσα από τον κόμπο που έκανε το σάλι.

Ο απλούστατος και συνειθισμένος τρόπος συμβιβασμού των απαιτήσεων ήτο να είπη, ότι είνε κουρασμένη και να μη χορεύση με κανένα. Αντί τούτου επρότεινε να τραβήξουν κόμπο. Η τύχη, ίσως δε και κάποια λαθροχειρία, ηυνόησε τον Βιτούρην και το μαρτύριόν μου παρετάθη άλλην μίαν ώραν.

Όχι εγώ· όλοι μας. Και ο Σκοπελίτης ακόμα επήδησεν ορθός κ' ερρίχτηκε στην τρόμπα που έκαμε να τρίξουν όλα της τα χάρβαλα. Αγαλλίασις εκυρίεψεν όλους· ενομίζαμε πως ήρθε η ώρα να πηδήσουμε στη στεριά. Δένουμε αμέσως τη σημαία κόμπο στο χαϊμαλί ψηλά και αρχίζουμε να φωνάζουμε, να φυσάμε τον κόχυλα και να κινούμε τις σκούφιες μας.

Αυτοί όμως είχαν πάντα τον Καλέμη και δεν τον άλλαζαν ποτέ. Μα εκείνη τη χρονιά η αμαρτία το έφερε να χωρίσουν. Ο πατέρας σου εμπήκε σε μια Αιγινήτικη μηχανή. Ο αρραβωνιαστικός μου έμεινε με τον Καλέμη. Μόλις επήρε την προκαταβολή έτρεξε κοντά μου. — Πάρτα, Χρυσούλα, μου λέγει και φύλαξέ τα κόμπο. Αν γυρίσω πίσω να κάνουμε το γάμο και ν' ανοίξουμε το σπίτι.

Άλλο μυστήριο τούτο. Όχι της αγάπης που μας φέρνει στον κόσμο, μόνο της άλλης, που μας ανεβάζει στον ουρανό. Που μας κάνει και χύνουμε κόμπο δάκριο, κι απλώνουμε χέρι σ' ένα μισοπνιμένο. Σωστή χριστιανή η αρχόντισσα. Ο άντρας της, το δεξί της χέρι ποτές δε θα το μάθη τι έδωσε της γειτόνισσας με τάλλο το χέρι της. Τέτοιες βιολέττες λουλουδίζουν εδώ πέρα πολλές.

Σε ποιον άλλονε παρά &Σε Σένα&, που με ταθώο της ζωής αφρόγαλα μαζί, φλέβα σε φλέβα την ψυχή της Μάνης μας της ακριβής μέσα μου έχυσες, κόμπο σε κόμπο μ' επότισες τη Ρωμέικη Ψυχή τη Μεγάλη;