United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κείνη τη στιγμή κελαδητά κορυδαλού κι' άλλων πουλιών βγήκαν από τη συστάδα, κι' ο Τριστάνος έβαζε στης μελωδίες του όλη του την τρυφερότητα. Η Βασίλισσα κατάλαβε το μήνυμα του φίλου της. Κυττάζει χάμω το κλαδί της μοσκοκαρυδιάς σφιχτά αγκαλιασμένο από το αγιόκλημα, και συλλογιέται μέσα της: «Ναι έτσι είμαστε μεις, φίλε. Ούτε σεις δίχως εμένα.

Άναβα κ' εγώ την πίπα μου στο κατώφλι ξαπλωμένος, ανάμεσα στο ξανθό αγιόκλημα που εσκάλωνε πασίχαρο στους τοίχους, δίπλα στους βασιλικούς, τους διόσμους, τις μαντζουράνες, που δεν εζητούσαν παρά λίγο σκάλισμα, κόμπο νεράκι για να μας λούσουν με τ' αρώματα και τη χάρι τους. — Καλή 'σπέρα. — Καλή σου 'σπέρα. — Καλή νύχτα. — Ώρα σου καλή.

Και τώρα, το φθινόπωρο που, δες, έχει μαδήσει τη λεύκα και το αγιόκλημα, που φαίδρυνε κι εσέ πλάι σου το Μάη σαν άνθιζε, αμάδητα έχει αφήσει σε μόνο και τη θλίψη μου, χλομόμαυρε κισσέ. Και πεταλούδα, σκοτεινή ωσάν εσέ κι εκείνη, σα μιαν ακτίνα από κρυφή ν' αποζητά ομορφιά, στ' άχαρα φύλλα σου πετά κι εκεί τη θλίψη πίνει που της σταλάζει απ την υγρή και στείρα συννεφιά.

Μπαμ!.. αντιλάλησε σύγκαιρα στη λαγγαδιά. Γύρισε ψηλά· το αντρόγυνο έπαιρνε τον ανήφορο πηδητάκυνηγητά, σαν ζευγάρι αγριόγιδα στην ώρα της λαύρας τους. Τραγουδούσε ο γαμπρός, κ' ήταν το τραγούδι του χαρά και υπόσχεση. Γέλοιο πηδούσε μικρό και λιγοθυμισμένο από τα πύρινα στήθη της νύφης. Το χιονάτο αγιόκλημα περίμενε σα νυφιάτικη κλίνη στο διάσελο· έσυρε το ταίρι στους δροσερούς κρυψώνες του.

Έπρεπε να φτάσουν εκεί για να ροβολήσουν στις καλύβες τους. Ένα μεγάλο ολανθισμένο αγιόκλημα καθόταν εκεί, σα να περίμενε. Το είδε η γριά και της φάνηκε Χάρος· το είδε κ' η νια, χαμογέλασε. — Άφσε με, μαννίτσα ... είπε ανυπόμονα. — Ναι· σ' αφίνω ... εψιθύρισε η γριά πάσχοντας να κράτηση τ' αναφυλλητό.

Σκώνονται απάνου τα παιδιά κι' αφίνουν τα ψαλίδια, Μαζεύουν τούφα αμάραντο, κόβουν χεριές αρείκη Κι' αγιόκλημα και σφελαχτό, πιάνουν τον πρώτο δάσο Και δένουν τουτα κέρατα τ' ασημοκεντισμένα Νάχης χιλιάδες πρόβατα, νάχης χιλιάδες γίδια, Με μύρια αργυροκούδουνα, να τα λαλούν να πρέπουν. Ν' αρμέγης κάθε πρόβατο κ' εννιά αρμεγούς να βγάζης, Ν' αρμέγης κάθε γίδι σου κι' άλλους εννιά να βγάζης.

Μπροστά, στο δρόμο, ο Τριστάνος έστησε ένα κλαδί μοσκοκαρυδιάς όπου ήτανε τυλιγμένο αγιόκλημα. Σε λίγο εμφανίζεται στο δρόμο η πομπή. Πρώτα-πρώτα η συνοδεία του Βασιληά Μάρκου.

Μάταια γυρεύω να χωρίσω τις μέρες που ακολουθήσανε. Ναι, θα μου είταν κιόλας αδύνατο να πω πόσες είταν. Η νύχτα έγινε μέρα κ' η μέρα νύχτα κ' η ζωή μας είχε ένα σημείο μόνο, που γύρω του τριγύριζε: τη μικρή κάμαρα, όπου είτανε ξαπλωμένος και πάλευε με το θάνατο ο μικρός μας Σβεν, η κάμαρα με τη βεράντα, τη σκεπασμένη από το αγιόκλημα, που γέμιζε τον αέρα με τη μυρουδιά του.

Κάθισε στον καναπέ, ακκούμπησε στο χέρι το κεφάλι της και κύτταξε γύρω τα σωθέματα μ' ευχάριστο ξάφνισμα. Αντίκρυ το κρεββάτι ασπροντυμένο έμοιαζε μ' ανθισμένο αγιόκλημα. Σε μιαν άκρη ήταν στημένος αργαλειός με μισοϋφασμένο παννί και δίπλα η ανέμη έτοιμη να μασουρίση χρυσόγνεμα. Στον τοίχο κρεμόταν το δοξάρι και μια κιθάρα.

Ολημερής κουρεύουνε, το γιόμα τρων και πίνουν Κ' εκείτο ηλιοβασίλεμμα σκολνούν κι' αποκουρεύουν, Τότ' ένας γέρος κορευτής προβάλλει ομπρός και κρένει: Για σκώτε απάνου, ωρέ παιδιά, για αφήστε τα ψαλίδια, Για μάστε τούφα αμάραντο, μάστε χεριές αρείκη Κι' αγιόκλημα και σφελαχτό, πιάστε τον πρώτο δάσο Και δέστε τουτα κέρατα τ' ασημοκεντισμένα, Πάρτε και του γαλάτου αφρό ραντίστε τα ποκάρια, Βάξτε; χούι, χούι, χούι! τρεις βολές, ρίξτε και τρία αρμούτια Και ειπέτε και του τσέλιγγα παινετικό τραγούδι.