United States or Grenada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Ελπίδα ορθή μπροστά της χτένιζε τ' αργυρά μαλλιά και τη χαμόβλεπε χωρίς να τολμάη να της χαλάση τους στοχασμούς. Έπειτα θέλησε ν' αλλάξη τα βρεμένα ρούχα της. Άνοιξε το τοιχαρμάρι κ' έβγαλε από μέσα χιονάτα ασπρόρρουχα. Μια δυνατή μυρουδιά λεβάντας σμιγμένης με αμάραντο αναδύθηκε και γέμισε το δωμάτιο σα ν' άναψε θυμιατήρι. Η κυρά Πανώρια ένοιωσε τη μυρουδιά και χαμογέλασε.

Τούρθε τότε να της δώση κι αυτηνής λίγα από 'κείνα που του περίσσευαν : τα κομμένα και μαραμένα λουλούδια του κάμπου αφού αυτός είχε μέσα του όλον τον ανθισμένο κάμπο αμάραντο για πάντα. . . Πήρε τα λουλούδια απ’ τα χέρια της Λιόλιας και πήγε κοντά στο κρεββάτι της Βεργινίας. Νά Βεργινία ! σου φέραμε και σένα λουλούδια· δώσαμε αρκετά και της θειάς Ελέγκως, που την ηύραμε εδώ απόξω.

Κι' όσο σκοπός, που κάθεται σε ξέφαντο και βλέπει 770 προς το κρασύ το πέλαγο, σκοτεινοξεχωρίζει, τόσο πηδάνε των θεών τ' αψηλοπίλαλα άτια. Κι' όταν στης Τριάς ζυγώσανε τ' αστέρεφτα ποτάμια, όπου το ρέμα ο Σκάμαντρος με του Σιμόη σμίγει, εκεί τ' αμάξι σταματάει η κρουσταλλόλαιμη Ήρα, 775 ξεζέβει τ' άτια, και πυκνή τους χύνει γύρω ομίχλη. Και χόρτο αμάραντο να φαν τους φύτρωσε ο Σιμόης.

Παράλληλη ένοια αυτής της δοξασίας έχει και το ακόλουθο δημοτικό άσμα του « Αμάραντου» : —« Ποιος είδε τον αμάραντο σε τι γκρεμό φυτρόνει; » Τον τρων τ’ αλάφια και ψοφούν, τ’ αρκούδια κι’ ημερόνουν » Τον τρων τα μαύρα πρόβατα και λησμονούν τ’ αρνιά τους » Να το είχε φάει κι’ η μάννα μου, να μη είχε κάνει εμένα...»