United States or Vanuatu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άρχισε να μασάη χωρίς όρεξι, με συχνούς αναστεναγμούς και με κομμένα λόγια. Ο σκύλος άρπαξε το κόκκαλο με λαχτάρα, κούνησε την ουρά του, τώβαλε ανάμεσα στα μπροστινά του πόδια κι' άρχισε να το ροκανίζη μ' ευτυχία. Ο ήλιος πύρωνε από ψηλά τον άνθρωπο και το σκύλο. Οι διαβάτες περνούσαν βιαστικοί μπροστά τους.

Σαν είχα φάγει τα κυδώνια, μου φάνηκε πως μου εκόπη κάπως η δίψα. Ύστερα πάλι εδίψασα χειρότερα. Σηκώθηκα, κ' εβγήκα έξω. Έκαμα ολίγα βήματα στο σοκάκι. Η γειτονιά έρημη. Ο κόσμος είχε φύγει. Αυλόπορτες κλεισμένες. Παράθυρα κλειδομανταλωμένα. Ψυχή δεν εφαίνετο πουθενά. Επήγα παραπέρ' ακόμα. Ήξευρα πως ήτον μια βρύσι κάπου εκεί. Έφτασα, με μεγάλη αδυναμία, με κομμένα γόνατα.

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ Νους μαύρος, χέρι δεξιό, χυλός εχθρόςτην ζήσι, βοηθός η ώρα και οφθαλμός κανείς να μαρτυρήση· φρικτό μίγμ' από βότανα μεσάνυκτα κομμένα, με της Εκάτης τρεις φοραίς το χνώτο μολυσμένα, με το μιαρό σου ιδίωμα, με την κρυφήν μαγείαν, τον ύγιον τόπον της ζωής πάτησ' ευθύς με βίαν. ΑΜΛΕΤΟΣ Τον φαρμακόνει εις τον κήπον του διά να του πάρη το βασίλειο.

ΑΝΘΡΩΠΟΙ. Μήπως ημπορείτε να μας πληροφορήσετε, παλληκάρια, ή συ καλή κυρά, αν έτυχε να δήτε τρεις κατεργαρέους να πηγαίνουν με μίαν γυναίκα που έχει κομμένα σύρριζα τα μαλλιά της, όπως αι Σπαρτιάτιδες, μίαν ανδρογυναίκα; ΦΙΛΟΣ. Πωπώ, τους ανθρώπους μου ζητούν. ΑΝΘΡ. Πώς τους ανθρώπους σου; Αυτοί που κυνηγούμεν είνε όλοι φυγάδες δούλοι.

Ύστερα ησύχασε πάλι μια στιγμή. Το σώμα έγυρε απάνω στα χέρια που τον κρατούσανε. — Μη φοβάσαι, Γιώργη! θα περάση! εδώ είμαστε! κ' η Ασημίνα κ' εγώ... Κουράγιο!... Τα λόγια του Βαγγέλη βγαίνανε τρεμουλιαστά, κομμένα μισά. Ο άρρωστος γύρισε το κεφάλι του με κόπο σαν να γύρευε κάποιον. — Εσένα γυρεύει! φώναξε ο Βαγγέλης στην Ασημίνα. Εκείνη έσκυψε μπροστά του πασχίζοντας να χαμογελάση.

ΘΕΡΑΠΩΝ Εκείνη μόνο εχάθηκε; Όλοι είμαστε χαμένοι. ΗΡΑΚΛΗΣ Είδα εγώ τα μάτια σας γεμάτα δάκρυα, είδα πως τα μαλλιά σας είχατε κομμένα. Μα εκείνος με έπεισε πως πέθανε κάποιος απ' έξω ξένος. Διά της βίας με εκράτησε στο σπίτι το θλιμμένο, και άρχισα να πίνω εγώ, ενώ αυτός πενθούσε.

Κι ανάρια τα κουδούνια τους ακούονται στη ράχη· ολόηχα εδώ, κομμένα εκεί, βραχνόφωνα άλλα ηχούν, λες σήμαντρα πολύλαλα και κρέμονται στα βράχη κι οι αχοί τους φεύγουνε ψηλά κι ανάεροι ξεψυχούν. Και το αεράκι ανάλαφρα τα πεύκα αργοαναδεύει και ισκιώνουν κι όλο ισκιώνουνε τα πλάγια χαμηλά, και μια κατσίκα απ τις πολλές παράμερα αλαργεύει και πάει και ολόρθη στέκεται σε μια κορφή ψηλά.

Της φαίνεται ότι σηκώνεται και τρέχει έως την πόρτα: αλλά οι προδότες έχουνε στήσει στο σκοτεινό κατώφλι μεγάλα κοφτερά δρέπανα. Η ακονισμένες και κακές λάμες πιάνουν, στο πέρασμα, τα λεπτά γόνατα της. Της φαίνεται ότι πέφτει, και ότι από τα κομμένα γόνατά της ξεχύνονται δυο κόκκινες βρύσες. Σε λίγο οι ερασταί θα πεθάνουν, αν κανείς δεν τους βοηθήση.

Δεν βλέπεις μαύρα που φορώ, δεν βλέπεις τα μαλλιά μου κομμένα; ΗΡΑΚΛΗΣ Ποιός επέθανε; Μήπως παιδί κανένα ή μήπως ο πατέρας του ο γέρος; ΘΕΡΑΠΩΝ Όχι ξένε, επέθανε η γυναίκα του. ΗΡΑΚΛΗΣ Τι λες; Με τέτοιο πένθος στο σπίτι με εδεχθήκατε; ΘΕΡΑΠΩΝ Ντρεπότανε να διώξη τον ξένο από το σπίτι του, ο Άδμητος, σαν ήλθε. ΗΡΑΚΛΗΣ Ω άμοιρε, τι σπάνια γυναίκα εστερήθης!

Το ένα κείτεται με το κεφάλι συψαλιασμένο· το άλλο έχει και τα δυο πόδια κομμένα στα γόνατα. Αν δεν του το έλεγεν η ψυχή, βέβαια δεν θα τ' αναγνώριζαν τα μάτια του, όπως και το μπάρκο. Αλλά του το είπε και τα καλογνώρισεν ευθύς. Και τότε τα μάτια του εστείρεψαν· ούτε δάκρυα βγάζουν ούτε σπαρταρούν.