United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτσι είπε, κι' ο αργοφονιάς τον άκουσε αγωγιάτης, κι' εφτύς στα πόδια αμπόδεσε τα διο όμορφα σαντάλια, 340 χρυσά κι' αιώνια, που μαζί με τ' αγεριού το χνώτο παντού ως στην άκρη και στεριάς τον πάνε και πελάγου. Έπειτα πήρε το ραβδί π' αθρώπωνόσους θέλειμαγέβει μάτια, ή και ξυπνάει πάλε άλλους κοιμισμένους.

Είδες το λαγουδάκι πώς τρέμει και σπαρταρά κάτου από το χνώτο του λαγωνικού; Έτσι έμοιαζε η Ελπίδα που ένοιωθε κοντά της το Δημητράκη. Άξαφνα όμως αντρειεύτηκε· έσεισε πεισματικά το κορμί και τινάχτηκε ολόρθη, στυλώνοντας απάνου του μάτια αυστηρά και παραπονιάρικα. Ο νέος αιστάνθηκε τη ματιά εκείνη σαν δάκρυ αρμυρό και πικρό στα φυλλοκάρδια του.

»Τώρα που εκόρνιασαν κι' ολόγυρά μου Σκοτάδι τρίδιπλο με πλημμυρεί Πάρ' το δισάκκι σου, πάρ' τάρματά μου, Ξύπνα να φύγωμε πριν έρθ' η αυγή.» »Θέλω το χάραμμα, πώβγαινε πρώτο Και μου καμάρονε τη λεβεντιά, Ταγέρι πώτρεχε, χνώτο με χνώτο, Και μου ζωντάνευε τα σωθικά

Τι ενώ ζητούσαν να διαβούν, να! απ' τα ζερβά τούς βγήκε 200 κακό όρνιο, αψηλοπέταχτος αητός, κρατώντας φίδι στα νύχια κόκκινο χοντρό, που ζωντανό έτσι ακόμα σπαρτάριζε μα την αντριά δεν είχε χάσει ωστόσο· τι ενώ το βάσταε, πίσω αφτό γυρνάει κι' εκεί στο στήθος 204 τον τρώει, στα πλάγια του λαιμού, κι' αφτός μακριά του χάμου τ' αμόλησε μες στου στρατού, σαν πόνεσε, τη μέση, και πήρε δρόμοκρώζονταςμε τ' αγεριού το χνώτο.

Τρεις ώραις ανδρειεύονται... Πλακόνει κι' ο Βριόνης Σα μαύρη βαρυχειμωνιά... Χαλάζι το μολύβι... Σκάφτουν το χώμα τάλογα... Σίφουνας, συντελεία... Χνώτο με χνώτο πολεμούν... Αδερφωμένο βρέχει Το αίμα ταρβανίτικο τη γη με το δικό μας... Έχουν την ίδια τη βαφή... Αν σμίγουν πεθαμένα Πώς δε θα σμίξουν ζωντανά;..

Είπε, κι' αφού την άφισε και πάει στα φυσερά του, που στη φωτιά γυρνώντας τα τους είπε να φυσούνε· κι' αφτά όλα αντάμα, ως είκοσι, φυσούσαν μες στις γούβες 470 βγάζοντας χνώτο τεριαστό για κάθε φλόγας είδος, πολύ για φλόγα περισσή κι' άλλοτες πάλι λίγο, έτσι όπως τόθελε ο θεός και της δουλιάς βολούσε.

Πώς μπάτη χνώτο χύνεται πας στου γιαλού την άπλα όταν πρωτοσηκώνεται, και τα νερά σουφρώνουν, τέτιοι κι' οι λόχοι κάθουνταν των διο στρατών στον κάμπο. 65 Κι' είπε στη μέση ο Έχτορας των Αχαιών και Τρώων «Τρώες, ακούστε με, κι' εσείς Αργίτες παινεμένοι, για να σας πω όσα μου ζητάει μέσα η καρδιά στα στήθια.

Περνάει τον κάμπο, κ' έρχεται 'ςτής ποταμιάς τα δέντρα. Φαίνεται μαύρο τ' άλογο και νηός ο καββαλλάρης, Διαβαίνει και την ποταμιά και ρίχνεται 'ςτόν πύργο. Ακούγεται το χνώτο του και η ποδοβολή του... 'Στό δάσος το χιονόστρωτο πούνε μπροστά απ' τον πύργο Μπαίνει σαν φείδι και περνά, και σταματά 'ςτήν πόρτα.