United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αύρα γλυκειά στους πράσινους βυθούς αργοσαλεύει, στα ρείκη αρχίζει το σκοπό σιγά ο κορυδαλός, μα όσο στο φως υψώνεται κι όσο ψηλά αλαργεύει, το λάλημά του χύνεται ολόηχος κάτω αυλός. Και δες: με τις παλιές χαρές η νέα μέρα αρχίζει· στη χλόη νέα άνθη, νέοι βλαστοί στο γέρικο κορμό, και γύρω τους μυριόφτερος κόσμος ξυπνά, σκορπίζει και το τραγούδι της ζωής βουίζει το θερμό.

Τι κόσμος αποτρόπαιος! . . κανείς καλά δεν ξέρει γιατί κοιμάται και ξυπνά, γιατί γελά και χαίρει σε κάθε αλλαγή καιρού . . . ψέμμα και πλάνη τα κακά, καθώς και τα καλά, ο άνθρωπος τον άνθρωπον αιώνια γελά, και ζούμε έτσι κουτουρού.

Και η άχνα όσο θολώνει τον κάμπο πιο πολύ, σιγά απαλά μου απλώνει και μέσα στην ψυχή, κι ό τι έχω ξεχασμένο στα βάθη του καιρού μου το ξυπνά θλιμμένο και ζωντανό στο νου. Κι ως να είν' το παραθύρι προς τη ζωή ανοιχτό, έχει η ψυχή μου γείρει και κλαίει κάθε σβηστό· κάθε καλό χαμένο, κάθε παλιά χαρά και κάθε μου πνιγμένο στης λήθης τα νερά.

ΒΡΟΥΤΟΣ Θα σ' ιδώ λοιπόν εις τους Φιλίππους. .. Τώρα που έκαμα καρδιάν, μου χάνεσ' απ' εμπρός μου! Κακέ μου Δαίμον, ήθελα κι' άλλα να' πώ μαζί σου. — Λούκιε! Βάρων! Κλαύδιε! Ακούσατε, 'ξυπνήστε! Κλαύδιε! ΛΟΥΚΙΟΣ Είναι η χορδή, αυθέντα, χαλασμένη. ΒΡΟΥΤΟΣ Φαντάζεται πως τ' όργανον παίζει ακόμη. — Ξύπνα, αι, Λούκιε! ΛΟΥΚΙΟΣ Αυθέντα μου. ΒΡΟΥΤΟΣ Τι είδεςτο όνειρόν σου, και τόσον εξεφώνησες;

ίδιο μέρος, όπου ακκουμπούσε πριν η Έλσα το δικό της. Έτσι περάσανε δυο τρεiς ώρες κι ο ήλιος ανέβαινε πάντα ψηλότερα στον καλοκαιρινό ουρανό. Ξύπνησα από ένα αλαφρό σκούντημα της γυναικός μου. — Ξύπνα, είπε. Ο Σβεν πεθαίνει τώρα. Δεν μπορούσα να μείνω εκεί μέσα.

Και τώρα καθένας αγάλι αγάλι ξυπνά και λέει: «Όσα μας είπαν είναι λοιπόν ψευτιές, θέλουμε μεις αλήθεια. Οι Φιλέλληνες, οι Δασκαλογραμματισμένοι, και οι Φαναριώτες είπανε ψέματα στους γονιούς μας, και επειδή είταν απλοϊκοί άνθρωποι, τους επίστεψαν. Μα εμείς πια δε θέλουμε να γελιούμαστε.

Όσοι αλωνίζουν, μη ζητούν ύπνο το μεσημέρι· αυτή την ώρα τρίβονται σαν άχυρα τα στάχυα. Όταν ξυπνά ο κορυδαλλός αρχίσετε το θέρος και πάψετε όταν κοιμηθή· στο κάμμα αναπαυθήτε. Καλότυχος ο βάτραχος με τη ζωή που κάνει, μηδέ φροντίζει για νερό, γιατί παντού το βρίσκει. Βράσε καλλίτερα φακή φιλάργυρ' επιστάτη, μη κόβοντας το κύμινο κόψης το δάχτυλό σου.

Καθώς εζήτησε να στερεώση τα δύο μακρυά ξύλα του εργαλειού, παρατηρεί έλαμπαν και αυτά έως μέσα! — Μητέρα, ξύπνα! φωνάζει. Έλα να ιδής! Σηκώνεται η μητέρα. Τινάζουν τα ξύλα του εργαλειού και η λίρες γεμίζουν σωρός κάτω το πάτωμα. Κάτω απ' το εικόνισμα, μητέρα και κόρη αγκαλιάσθησαν και ευχαρίστησαν τον Θεόν διά την ανέλπιστον χαράν.

Κι' ο γέρος ζύγωσε κοντά και τον ξυπνάει κλωτσώντας με το ποδάρι, κι' ανοιχτά τον μάλωσε έτσι κι' είπε «Ξύπνα! τι οργή ψοφολογάς, γιε του Τυδιά, όλη νύχτα; Ή δεν ακούς που κάθουνται σιμά οι οχτροί στα πλοία, 160 μόλις πια λίγα βήματα, στο καμποβούνι απάνου

Και όπως ο κοιμάμενος σε σκοτεινό δωμάτιο, αυτόματα ξυπνά στο λαμπρόλευκο φως της ημέρας κ' εγώ αισθάνθηκα τη ζωή από άκρη σε άκρη να κουφοδρομή και άνοιξα τα μάτια μου.