United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι εδώ τα χελιδόνια διασταυρώνονταν με ταχύτητα, αλλά ψηλότερα, με φόντο το γαλακτερό ουρανό. Μέσα στο σπίτι άκουγες τις γυναίκες, που καθάριζαν τα δωμάτια και τακτοποιούσαν τα πράγματα για το Πάσχα. Μεγάλη ηρεμία βασίλευε τριγύρω. Ο Έφις δεν ξέχασε ποτέ εκείνες τις στιγμές.

Τα ψηλότερα δένδρα, που τον βλέπανε να κατεβαίνη μια ρεματιά, αποκρίθηκαν: — Περπατάει. Ταγκάθια κ' οι πέτρες του μάτωσαν τα ποδάρια· μα περπατάει ακόμα. Ύστερα, σαν ανέβηκε στην κορφή του βουνού και χάθηκε πίσω απ' τα ψηλά έλατα, τα δένδρα δεν τον βλέπανε πια. Και ρώτησαν τα δένδρα το ψηλό το κυπαρίσσι: — Περπατάει ακόμα;

ίδιο μέρος, όπου ακκουμπούσε πριν η Έλσα το δικό της. Έτσι περάσανε δυο τρεiς ώρες κι ο ήλιος ανέβαινε πάντα ψηλότερα στον καλοκαιρινό ουρανό. Ξύπνησα από ένα αλαφρό σκούντημα της γυναικός μου. — Ξύπνα, είπε. Ο Σβεν πεθαίνει τώρα. Δεν μπορούσα να μείνω εκεί μέσα.

Και τα ψηλά κυπαρίσσια, ψηλότερα απ' τον πύργο, πνίγανε ολοτρόγυρα μ' ένα μαύρον ήσκιο τους τοίχους και τα παράθυρα. Κλεισμένος μέσα στον πύργο του ο φιλόσοφος, ζητούσε να πλάση με τη φαντασία του, με τη σοφία και την αγάπη, που κρυφόκαιγε κάτω απ' την παχειά στάχτη της καρδιάς του, ζητούσε να πλάση μια Πολιτεία. Μια Πολιτεία που κανένας φιλόσοφος δεν την είχε ονειρευθή ως τώρα.

Φθάνει να σημειώσουμε ότι είναι υπαρκτή κι ότι εντός μας υπάρχει η αίσθηση του ωραίου, ξέχωρη από τις άλλες αισθήσεις και ψηλότερά τους, ξέχωρη από τη λογική κ' ευγενικώτερης σημασίας, ξέχωρη από την ψυχή και ίσης αξίας, μία αίσθηση που οδηγεί μερικούς στη δημιουργία και άλλους, τα πιο λεπτά πνεύματα, υποθέτω, απλώς στο να ρεμβάζουν διανοητικά.

Παρακάλεσε το χάρο ναρθή να το γλυτώση απ' τα βάσανά του. Μα ο χάρος δεν ερχότανε. Τότε πήρε το ραβδί του, σηκώθηκε με κόπο απ' το χώμα και ξεκίνησε στον καινούριο δρόμο. Τα λουλούδια και οι κύκνοι του περιβολιού τον βλέπανε, που ανέβαινε το έρημο μονοπάτι. Ύστερα τον εχάσανε. Και ρώτησαν τα λουλούδια κ' οι κύκνοι τα ψηλότερα δένδρα: — Περπατάει ακόμα;

Να πατήσω μια στο κατάστρωμα, έλεγα, και δουλειά όση θέλεις. Και αληθινά ερρίχθηκα στη δουλειά με τα μούτρα. Έκαμα παιγνίδι τις ανεμόσκαλες. Όσο ψηλότερα η δουλειά, πρώτος ανέβαινα. Ίσως ο θείος μου ήθελε να παιδευτώ από την αρχή, να μάθω τους άμετρους κόπους του ναύτη και να μετανοήσω.

Όταν βγήκα από κει μέσα, ηύρα τον παπά, χωρίς ράσα, και σκαρφάλωνε σ' έναν άλλο πύργο· σκαρφάλωσα και γω· ήταν ψηλός κι από μέσα είχε μαυρισμένους τους τοίχους· φως έπεφτε από το χαλασμένο καμαρωτό ταβάνι· στον τοίχο φαίνουνταν οι τρύπες δυο πατωμάτων και κάτι ντολάπια μικρά, λίγο ψηλότερα απ' το καθένα.

Από κει φαίνεται ψηλότερα έν' άλλο τζαμί, μεγάλο, μαυρισμένο από την πολυκαιρία και ραγισμένο από τους σεισμούς, κλειστό και με γυαλιά και παράθυρα σπασμένα. Παλαιά σπίτια, σχεδόν ακατοίκητα, παλαιοί δρόμοι, πεσμένοι τοίχοι, ερημιά και ανωμαλία, τέτοιο είναι το μέρος εκείνο.