United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα χελιδόνια περνούσαν ασταμάτητα τριγύρω, πάνω από τα κεφάλια τους, σαν κινητή γιρλάντα από μαύρα λουλούδια, από μικρούς μαύρους σταυρούς. Οι σκιές τους έτρεχαν στο έδαφος σαν φύλλα που τα παίρνει ο άνεμος, κι εκείνος θυμήθηκε τον πόνο που δοκίμασε όταν σηκώθηκε κάτω από τον άμβωνα, και τη σκιά στο πρόσωπο της Μαγδαληνής. Αναστέναξε βαθειά. Καταλάβαινε.

Στο παραθύρι μου ήρθαν χελιδόνιαστους λογισμούς μου ακούονται ψαλμοί για τη δόξα σου. Ευχαριστώ την καταστροφή που με ύψωσεν ως εσένα. Ευλογημένες η αποτυχίες που μ' έκαμαν ν' ακούω τον εσπερινό. Κάβοι καρτερούσαν το καράβι, της νειότης μου ξεκινημένο την αυγή. Στης άρπες των σκοινιών του μάταια πέρασαν οι συμφωνίες των ανέμων και πίσω απ' τα κατάρτια του μάταια έσβυσαν ήλιοι ωκεανών.

Στο πρώτο της αγκάλιασμα έτριξεν ηδονικά το κορμί του άλλου που θάρθη. Τα χείλη της που κρυφομίλησαν στα πρώτα μου τριαντάφυλλα είπαν «ευχαριστώ» σ' εκείνον που θάρθη. Μούλεγε «σ' αγαπώ» — κι ο λόγος της έφευγε μαζί με τα χελιδόνια τόπους και καιρούς σ' εκείνον που θάρθη. Με περίμενεν ώρες κι' είχεν αγωνία για κείνον που αργεί.

Αλλά μια μέρα δυο χελιδόνια πέταξαν μέχρι το Τινταγκέλ κ' έφεραν μια τρίχα από τα χρυσά μαλλιά σου. Πίστεψα ότι ερχόντανε να μου αναγγείλουν ειρήνη και αγάπη. Να γιατί πέρασα τη θάλασσα κι' ήρθα να σε ζητήσω. Να γιατί αντιμετώπισα το θερίο και το φαρμάκι του. Κύτταξε αυτή την τρίχα, ραμμένη μέσα στης χρυσές κλωστές του επενδύτη μου.

Το μάτι ελεύθερο ξάνοιγε την απέραντη πρασινάδα των σταφίδων και τη θάλασσα τη βαθειά γαλάζια κι αφροστεφανωμένη. Τα χελιδόνια φτερούγιζαν φλύαρα κ' οι γλάροι βουτούσαν κάτω στα κύματα. Χαρά θεού, κι ομορφιά καλοκαιρινής ημέρας. Ο ουρανός, ξάστερο κρούσταλλο, καταγάλαζος, τ' αεράκι της εξοχής μυρωμένο από χορτάρι, από πρασινάδα.

Την έχαψεν εκείνος και έπειτα αγκάλιασε τη χορεύτριά του και άρχισαν να γυρνούν με χάρι και τέχνη μοναδική. Δεν θα ετελείωνα ποτέ αν ήθελα να τα ειπώ όλα. Η διασκέδασι έκλεισε με μια βροχήν από σπάνια λουλούδια, που είχαν φέρει τα χελιδόνια από τα ξένα μέρη. Το σπανιώτερο απ' όλα ήταν ένας γαλάζιος λωτός του επάνω Νείλου, που επρόσφερεν η Μηλιά εις τον Βασιλέα.

Τα πλοία, οι βράχοι, η λαγκαδιαίς, βουνά μαζύ και κάμποι Με χόρτα να στολίζωνται και μ' ώμορφα λουλούδια, Και το ξανθό βοσκόπουλο γλυκά να λέη τραγούδια· Γλυκά κ' η πέρδικες λαλούν, και πλειο γλυκά τ' αηδόνια, Κι' απ' τα μακρυά τους χειμαδιά, γυρνούν τα χελιδόνια.

Κι αν έδιωξε το κλάμα σου τα χελιδόνια τώρα κι η αύρα σαν παράπονο στ' αυτιά σου ψιθυρίζει η αύρα το άφαντο πανί μακριά που αριοφουσκώνειστη θαμπή νύχτα, ολόγυρα στον ύπνο σου που απλώνει, καινούριας μέρας στο βουνό το φως χρυσοαναβρύζει· ω μάγισσα, ο ήλιος, ψες στη δύση που στο βυθό της θάλασσας σε νέφη έχει βυθίσει, με ρόδα βάφει την κορφή και το ξανθό κεφάλι, με ρόδα νέα αμάραντα κορόνα να του βάλη.

Την ωρισμένη μέρα μόνος μέσ' το δωμάτιο του τους περίμενε νάλθουν, και συλλογιζότανε θλιμμένος: «Πού να βρω λοιπόν κάποια βασιλοπούλα πάρα πολύ μακρυνή, ώστε να υποκριθώ, μα μονάχα να υποκριθώ, πως τη θέλω για γυναίκαΕκείνη τη στιγμή από το ανοιχτό παράθυρο που έβλεπε προς τη θάλασσα, δυο χελιδόνια πούχτιζαν τη φωληά τους, μπήκαν μέσα και εμαλώνανε. Έπειτα τρομαγμένα ξαφνικά, έγιναν άφαντα.

Με μεγάλες τιμές, την ωδήγησε στο παλάτι του Τινταγκέλ. Κι' όταν η Ιζόλδη παρουσιάστηκε στην αίθουσα, εν τω μέσω των υποτελών, τέτοια λάμψι έρριξε η ωμορφιά της όπου άστραψαν οι τοίχοι της σάλας σαν να τους φώτισε ξαφνικά ο ήλιος της ανατολής. Τότε ο Βασιληάς Μάρκος ευλόγησε τα χελιδόνια που τόσο ευγενικά είχανε φέρει τη χρυσή τρίχα.