United States or Andorra ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το ψηλό το κυπαρίσσι, που έβλεπε πίσω απ' το βουνό, το μεγάλο κάμπο, αποκρίθηκε: — Το χορτάρι που πατεί γίνεται κόκκινο απ' το αίμα των ποδαριών του μα περπατάει ακόμα. Ύστερα τον έχασε και το ψηλό το κυπαρίσσι, που έβλεπε το μακρυνό κάμπο. Και είπανε όλα τα δένδρα μαζή και τα λουλούδια κ' οι κύκνοι: — Τι να γίνεται το δυστυχισμένο το βασιλόπουλο!...

Απλωσιά χορτάρι καταμεσή στα κρεμαστά εκείνα τα βράχια, και μονοπάτι αποκάτου ως είκοσι πόδια βάθος.

Ο Διάκος τα χαιρέτησε, ταυλόγησε ο Δεσπότης Και τα ρωτά πού θα σταθούν να ξεκαλοκαιρέψουν, Κ' εκείν' απηλογήθηκαν: — » 'Σ τα Σάλονα, 'ς την Κιόνα, 'Στη Λιάκουρα τη δροσερή, 'ς της Γούρας τ' ακροβούνια» — — » Αλλάξετε το δρόμο σας, πουλιά μου ευλογημένα, » Συρέτε αλλού να ζήσετε και να ζευγαρωθήτε. » Εκεί εθολώσαν τα νερά, είναι φωτιά ταγέρι, » Και δε θαυρήτε για φωλειά ούτε κλωνί χορτάρι.» —

Όταν κ' εκεί η ελευθεριά την άνοιξι 'ξαπλώση Και το χορτάρι το χλωμάτο χώμα της φυτρώση. Θάρθω να σε ξεθάψω 'γώ και τάγια λείψανά σου Θα να τα πάωτα Γιάννινα· εκεί θα να τα θάψω Κι' απάνω από το μάρμαρο του τάφου σου θα γράψω Μαζί με τ' όνομά σου Το μέγα σου κατόρθωμα. Κ' οι Ηπειρώταις όλοι Ξεχωριστή θα στήσωμε για σε γιορτή και σχόλη.

Το χειμώνα οι κυρίες Πιντόρ δεν βγήκαν από το σπίτι και ούτε έκαναν κουβέντα για το αν θα πάνε στο Πανηγύρι του Ριμέντιο, αλλά όσο μεγάλωναν οι μέρες και το χορτάρι θέριευε στο παλιό νεκροταφείο, τη ντόνα Έστερ έμοιαζε να την κατέχει μια αίσθηση κούρασης, μια ατονία, όμοια με εκείνη που κάθε χρόνο την άνοιξη έκανε χλωμή τη Νοέμι.

Η Μαρία έσκυβε τότε τα μεγάλα της μάτια και πότιζε με δάκρυα το χορτάρι. Και μόνον αυτά δεν έβλεπε ο Πέτρος, γιατί κυλούσαν σιγά και μυστικά στο χώμα. Τα μάτια του Πέτρου ήτανε πάντα γλυκά βασιλεμένα. Κι' ωστόσο δεν ήτανε ομορφιά κι' αγάπη που δεν την ήξερε.

Το πουλάκι εχόρευε γύρω εις το χαμόμηλον και εκελαδούσε και έλεγε: — Τι μαλακόν είναι το χορτάρι! και τι ωραίον το μικρόν τούτο άνθος με την χρυσήν του καρδίαν και τα αργυρά του φορέματα! Το χαμόμηλον ήτο καταευχαριστημένον· το πουλάκι το εφιλούσε, του εκελαδούσε, και έπειτα επέταξε πάλιν εις τον αέρα. Επέρασεν αρκετή ώρα διά να συνέλθη το χαμόμηλον.

Πώς ξέρουν και μπερδεύουν τη ζωή οι άνθρωποι! Θα ήταν τόσο απλό χωρίς αυτούς, και τόσο βαθύτερη, και τόσο πιο αληθινή! Θα ήμουν σαν το κύμα, θα ήμουν σαν το χορτάρι και σαν τον άνεμο και σαν το βράχο. Δεν είμαι άνθρωπος, αφού οι άνθρωποι δε μ' αρέσουν.

Το μάτι ελεύθερο ξάνοιγε την απέραντη πρασινάδα των σταφίδων και τη θάλασσα τη βαθειά γαλάζια κι αφροστεφανωμένη. Τα χελιδόνια φτερούγιζαν φλύαρα κ' οι γλάροι βουτούσαν κάτω στα κύματα. Χαρά θεού, κι ομορφιά καλοκαιρινής ημέρας. Ο ουρανός, ξάστερο κρούσταλλο, καταγάλαζος, τ' αεράκι της εξοχής μυρωμένο από χορτάρι, από πρασινάδα.

Κι ως τόσο ένας τους — ο Εξαποδός πρέπει να τονε σκούντηξεβγήκε από το δρόμο του να μαζέψη για το ζω του χορτάρι. Και μαζεύοντας παίρνει το μάτι του το καλύβι! Ζυγώνει σιγανά σιγανά μην τύχη κ' είταν άντρες εκεί κοντά. Χτυπάει και ρωτάει ποιος κατοικούσε εκεί μέσα κι αν είχε άντρες. Πρόβαλε η γυναίκα από το παράθυρο κ' είπε όχι. Την προστάζει τότες να ξεμανταλώση την πόρτα.